Saturday, October 30, 2010

Η επιστροφή στη Φύση ως τρόπος καταπολέμησης της ύφεσης

Μεταδίδει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

Δύο μυθιστορήματα με αφορμή την οικονομική κρίση

Ossi Forever! - Ανατολικογερμανός για πάντα

Το Βρανδεμβούργο ή Μπράντενμπουργκ, στα γερμανικά, είναι ένα από τα 16 «κρατίδια» της Ομοσπονδιακής Γερμανίας που περιβάλλει το Βερολίνο και που επί σαράντα χρόνια ανήκε ολοκληρωτικά στην Ανατολική Γερμανία. Πρωτεύουσά του είναι το ξακουστό Πότσνταμ, με ιδιαίτερα σημαντικές ιστορικές αναφορές, σε μια περίοδο που καλύπτει διακόσια χρόνια, μεταξύ 18ου και 20ού αιώνα: από τον Φρειδερίκο τον Μέγα (1712-1786) και το παλάτι Σαν Σουσί (1745-1747) μέχρι τη συμφωνία μεταξύ Τρούμαν, Τσόρτσιλ και Στάλιν (1945), που υπογράφτηκε στο σημερινό ξενοδοχείο και μουσείο Σεσίλιενχοφ, επιβεβαιώνοντας το τέλος του ναζισμού και καθορίζοντας την τύχη της Γερμανίας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αν και έχουν συμπληρωθεί 65 χρόνια από τότε, στις περισσότερες χώρες του κόσμου οι άνθρωποι εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για την ιστορία της Γερμανίας που συνδέεται με την περίοδο του ναζισμού. Μία από αυτές είναι και η Αγγλία. «Είναι ένας από τους λόγους που βαρέθηκα τη δουλειά μου ως ανταποκριτής των λονδρέζικων Times», λέει ο Roger Boyes, ο οποίος το 2006 έγραψε το My Dear Krauts και την αμέσως επόμενη χρονιά το How to Be a Kraut. Επιχειρώντας να παραδώσει μαθήματα χιούμορ στους κατοίκους της χώρας στην οποία ζει μόνιμα από το 1993, έχοντας ξεκινήσει την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του '70 από τη Βόνη και αφού πέρασε στο μεταξύ από την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και την Ιταλία, χρησιμοποιεί τον περιφρονητικό χαρακτηρισμό «Κράουτ» των Αγγλων για τους Γερμανούς, που στα γερμανικά σημαίνει χόρτο / βότανο. Αυτή η λέξη άλλωστε έχει χαρακτηρίσει και μια ολόκληρη σχολή του ροκ, η οποία ξεκίνησε από τη Γερμανία με συγκροτήματα όπως οι Can, οι Neu!, οι Amon Duul κ.ά.

Βέβαιος ότι δεν θα θέσει σε κίνδυνο τις αγγλογερμανικές σχέσεις -«στους Γερμανούς αρέσει να δέχονται κριτική. Είναι το μαζοχιστικό στοιχείο της νοοτροπίας τους...»-, εξηγεί πως το χιούμορ στη Γερμανία περιορίζεται σε συγκεκριμένες εκδηλώσεις ή ώρες, σε μια κωμωδία στην τηλεόραση ή στο καρναβάλι της Ρηνανίας. «Η αίσθηση του χιούμορ βρίσκεται σε γκέτο. Γιατί άραγε να μην μπορεί κανείς να είναι πνευματώδης στην καθημερινή ζωή του;», αναρωτιέται φλεγματικά.

Στο καινούριο βιβλίο του, που έχει τίτλο Ossi Forever! -το «Οσι» είναι η σκωπτική συντομογραφία του Οστντόιτσε (Ανατολικογερμανού) σε αντίθεση με το «Βέσι» που χαρακτηρίζει τους Δυτικογερμανούς- αντλεί έμπνευση από τη νοοτροπία που διακρίνει ακόμη τους κατοίκους της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Σκιαγραφεί τους παντοδύναμους δημάρχους που δίνουν στις κοινότητές τους ονόματα όπως «Χωριό των Πελαργών» ή «Χωριό των Βατράχων» και προσπαθούν να πάρουν επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση...

«Με εντυπωσιάζει αυτός ο μηχανισμός των διαφόρων αρχόντων ενός τόπου που συσκέπτονται προκειμένου να αποφασίσουν πώς θα κάνουν την περιοχή τους τουριστικά ελκυστική, δίχως να έχουν επιχειρηματικό μυαλό... Αυτό όμως είναι μόνο το ένα επίπεδο του βιβλίου». Πράγματι, σ' ένα άλλο επίπεδο υπάρχει διάχυτη η αίσθηση που κυριαρχεί σε πολλούς ανθρώπους αυτή την εποχή για έναν επαναπροσδιορισμό των βασικών αναγκών τους, για μια επιστροφή στη Φύση σε συνδυασμό με την αναζήτηση λιγότερο (διε)φθαρμένων τρόπων ζωής. Και οι τιμές των αγροκτημάτων στο Βρανδεμβούργο είναι ακόμη προσιτές. Ωστόσο, ως Αγγλος, ο Boyes γνωρίζει καλά πως πολλοί συμπατριώτες του έκαναν το ίδιο πριν από μερικές δεκαετίες στη Νότια Γαλλία... Συχνά πρόκειται για μια θεραπεία που απαιτούν οι σχέσεις των ζευγαριών, έστω κι αν πολύ γρήγορα διαπιστώνουν πως δεν είναι προορισμένοι για να φτιάχνουν μαρμελάδες και να περιποιούνται κοτέτσια. Θα ήθελε και ο ίδιος να έχει μια μικρή πανσιόν, ένα είδος του γνώριμου bed & breakfast για τους συμπατριώτες του, οι οποίοι δείχνουν ακόμη να μαγεύονται από την ιστορία της Πρωσίας και το μυθιστόρημα Effie Briest του Τεοντόρ Φοντάνε.

Das war ich nicht - Δεν ήμουν εγώ

Η ιδέα του προϋπήρχε της οικονομικής κρίσης, αν και ομολογεί ότι δεν φανταζόταν πως ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο: «Αν το γνώριζα, θα είχα ποντάρει στο γεγονός και θα είχα γίνει πλούσιος...», παραδέχεται. Ξεκίνησε την έρευνα που ήταν απαραίτητη για τη συγγραφή του βιβλίου Das war ich nicht (Δεν ήμουν εγώ) πριν από περίπου τρία χρόνια. Πολλές τράπεζες αρνήθηκαν να του δώσουν τα στοιχεία που του ήταν απαραίτητα. «Οταν επέμεινα λέγοντάς τους ότι είχα σκοπό να παρουσιάσω έναν τραπεζίτη όπως είναι, δίχως τα συνηθισμένα κλισέ που τον συνοδεύουν, μερικές δέχτηκαν. Οπως, άλλωστε, έκανε κι ένα πανεπιστήμιο».

Μία από τις τρεις κεντρικές φιγούρες του μυθιστορήματος, ο τραπεζικός Γιάσπερ Λούντεμαν δεν χαρακτηρίζεται ούτε από απληστία ούτε από ωφελιμισμό. Ταιριάζει στη λογική του βιβλίου και θυμίζει εκείνον τον γάλλο τραπεζικό που πριν από μερικά χρόνια ξόδεψε για τον εαυτό του πέντε από τα δισεκατομμύρια που διαχειριζόταν... Οι άλλοι δύο ήρωες έχουν περισσότερη σχέση με τον συγγραφέα. Πρόκειται για τη μεταφράστρια Μάικε και τον 60χρονο συγγραφέα Χένρι Λε Μαρκ. Στην πρώτες σελίδες του βιβλίου ο καθένας τους αντιμετωπίζει μια προσωπική κρίση, έχοντας συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο ένας χάνεται μέσα στη δουλειά του, αφοσιωμένος αποκλειστικά και μόνο στην καριέρα του. Η άλλη θέλει να εγκαταλείψει την πόλη και να ζήσει στην εξοχή. Ο τρίτος, αν και πετυχημένος επαγγελματικά, νιώθει εντελώς απομονωμένος.

Η ζωή των τριών θα καταλήξει συμπτωματικά σε μια περιπετειώδη αλληλεξάρτηση. Αν δεν υπήρχε η δυνατότητα του έρωτα (και συχνά οι δυσκολίες του) να δίνει μια απρόσμενη τροπή στην καθημερινότητα, ενδέχεται να μην υπήρχε διέξοδος, αφού μια ύπαρξη μπορεί να καταστραφεί, όπως μια τράπεζα.

«Η μεταφράστρια και ο ομοφυλόφιλος συγγραφέας είναι πιο κοντά στον κόσμο μου, στα θέματά μου. Ο τραπεζικός είναι ο απαραίτητος αντίποδας. Διαφορετικά δεν θα ήταν μυθιστόρημα, αλλά ομφαλοσκόπηση», λέει ο 34χρονος συγγραφέας Kristof Magnusson, που γεννήθηκε στο Αμβούργο από ισλανδό πατέρα και γερμανίδα μητέρα και που μετά το απολυτήριο Γυμνασίου διάλεξε να υπηρετήσει την εναλλακτική θητεία του στο εξωτερικό. Μέσω της κοινωφελούς οργάνωσης «Χειρονομία για Συμφιλίωση /Υπηρεσία για την Ειρήνη» πρόσφερε τις υπηρεσίες του σ' ένα άσυλο αστέγων της Νέας Υόρκης. Οταν επέστρεψε στη Γερμανία, σπούδασε εκκλησιαστική μουσική στο Κίελο και στη συνέχεια λογοτεχνία στη Λιψία και το Ρέικιαβικ. Εγινε γνωστός χάρη στο θεατρικό έργο Mannerhort (Ασυλο ανδρών), που έκανε πρεμιέρα στη Βόνη το 2003. Δύο χρόνια αργότερα ανέβηκε με επιτυχία στο Theater am Kurfurstendamm του Βερολίνου και στο μεταξύ παίχτηκε σε περισσότερες από τριάντα σκηνές στη Γερμανία και στο εξωτερικό.

Ο Magnusson διάλεξε τελικά το Βερολίνο για τόπο διαμονής και εργασίας. Εκτός από τα διηγήματα, τα ρεπορτάζ και τα δοκίμια που δημοσιεύει κατά καιρούς τόσο στον γερμανικό όσο και στον διεθνή Τύπο, έχει μεταφράσει πεζά, ποιήματα και θεατρικά έργα από τα ισλανδικά. Το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Zuhause (Στο σπίτι) κυκλοφόρησε το 2005 από τον εκδοτικό οίκο Antje Kunstman, που έχει έδρα το Μόναχο. Στον κατάλογο των ίδιων εκδόσεων προστέθηκε και το φετινό μυθιστόρημά του Das war ich nicht.


"http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=217911"

No comments: