Friday, January 29, 2010

Τα Σφραγισμένα Χείλη της Ιστορίας

Μεταδίδει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

Με εξαίρεση τον πολύ βαρύ χειμώνα, συνηθίζω να πηγαίνω στη δουλειά μου με το ποδήλατο. Εκείνη τη μέρα της άνοιξης, όμως, το απρόσμενο κρύο συνωμότησε με την οκνηρία μου και πήρα το αυτοκίνητο. Για να ξεγελάσω τις τύψεις της οικολογικής μου συνείδησης άκουγα ραδιόφωνο, όπως κάνω πάντα όταν οδηγώ.

Ανάμεσα στα προσεκτικά επιλεγμένα τραγούδια και τις ουσιαστικές πρόζες του RadioEins ακούστηκε ξαφνικά μια μίνι τηλεφωνική συνέντευξη. Στην άλλη άκρη, εμφανώς ταραγμένη, ήταν η πωλήτρια ενός καταστήματος υποδημάτων του Gorlitz (Γκέρλιτς), μιας πόλης περίπου 280 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Βερολίνου, στα σύνορα Γερμανίας - Πολωνίας.

Η γυναίκα, που δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της, μόλις είχε εξυπηρετήσει την Kate Winslet, η οποία, «εντελώς απλή, με γυαλιά μυωπίας, μπλουτζίν παντελόνι και πολύ φιλική», είχε πάει να αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια.

Ορισμένες συμπτώσεις είναι κάτι περισσότερο από ενδιαφέρουσες. Τόσα χρόνια στο Βερολίνο δεν θυμόμουν να είχα ακούσει ποτέ το όνομα της πόλης ή, αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, δεν το είχα συγκρατήσει. Και τώρα, μέσα σε λίγες βδομάδες, το άκουγα για δεύτερη φορά.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχα παρευρεθεί σε μια παρουσίαση βιβλίου και συζήτηση με θέμα τους «Ελληνες του Γκέρλιτς» του Γεράσιμου Αλεξάτου, η οποία είχε πραγματοποιηθεί στους χώρους του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.

Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία από την εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, και συγκεκριμένα το 1916, όταν η Ελλάδα βρισκόταν αντιμέτωπη με τον εθνικό διχασμό. Η χώρα είχε κοπεί στα δύο: το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στο κράτος της Θεσσαλονίκης, από τη μια, η κυβέρνηση των Αθηνών που αντιπαρατασσόταν στον Βενιζέλο, από την άλλη. Τάγματα βασιλικών στα βόρεια της χώρας βλέπουν την επέλαση των ενωμένων δυνάμεων (Entente) Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, την ίδια ώρα που ο βουλγαρικός στρατός συνοδευόμενος από γερμανούς αξιωματικούς εισβάλλει αιφνιδιαστικά στην ανατολική Μακεδονία. Οσο κι αν οι πρεσβείες της Βουλγαρίας και της Γερμανίας στην Αθήνα εξηγούσαν καθησυχαστικά πως στρεφόταν αποκλειστικά εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ και παρείχαν εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, ο επικεφαλής του Δ' Σώματος Στρατού, συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, θορυβημένος, έστειλε το ακόλουθο μήνυμα:

«Αναφέρω ότι η συμπεριφορά των Βουλγάρων είναι εντελώς εχθρική. Οι κάτοικοι των πόλεων Σερρών και Δράμας έντρομοι καταφεύγουν εις Καβάλα. Παρακαλώ όπως τύχω αμέσου απαντήσεως επί αιτήσεώς μου να επιστρέψουν αμέσως οι επίστρατοι, καθόσον οι προθέσεις των Βουλγάρων περί καταλήψεως της Καβάλας εκδηλούνται από ώρα σε ώρα σαφέστερες, εάν δε συμβεί τούτο, η πόλις θα καταστραφεί και θα αιχμαλωτιστεί το Σώμα ολόκληρον. Είναι αναγκαία η αποστολή στόλου, διότι μόνον η παρουσία του θα καθησυχάσει τους πληθυσμούς. Δεν είναι δυνατόν να αντιληφθείτε την ενταύθα κατάστασιν».

Οι επίστρατοι (έφεδροι) που αναφέρονται είχαν απολυθεί με απαίτηση της Αντάντ για γενική αποστράτευση και, οργανωμένοι από τον Ιωάννη Μεταξά, δρούσαν ως παρακρατικές ομάδες.
Η απάντηση της Αθήνας ήρθε αυθημερόν και υπήρξε κατηγορηματική: «Την πρότασιν περί εφέδρων αποκρούομεν, αποκλείοντας την βίαν. Καθησυχάσατε έντρομους πληθυσμούς και ενθαρρύνετε αυτούς. Στόλος δεν θα αποσταλεί».

Η στρατιωτική ηγεσία των Γερμανών ενημερώνει τους Βούλγαρους πως η Αντάντ ετοιμάζει αποβατική ενέργεια στην Καβάλα, γεγονός που τους καθιστά ακόμη πιο σκληρούς στον ντόπιο πληθυσμό. Ο στρατηγός Χίντεμπουργκ με τηλεγράφημά του ζητά επιπλέον από τους Βούλγαρους την περικύκλωση της Καβάλας με πυροβολικό, προκειμένου να παραδοθεί ο ελληνικός στρατός. Σε περίπτωση άρνησής του, η διαταγή είναι «άμεσο πυρ κατά της πόλης».

Μεταξύ του διλήμματος παράδοσης του στρατού ή καταστροφής της πόλης, ο συνταγματάρχης Χατζόπουλος, ύστερα από νέα επαφή του με την Αθήνα και έκκληση για τη μεταφορά του στρατεύματος σε ασφαλή χώρο της Στερεάς Ελλάδας, που δεν έγινε αποδεκτή, αποφασίζει να παραδώσει τον ασύρματο στον Αγγλο ναύαρχο. Λίγο αργότερα, σε συνομιλίες με τον ίδιο τον Χίντεμπουργκ, διαπραγματεύεται την εκκένωση της εμπόλεμης περιοχής και τη μετακίνηση του Δ' Σώματος Στρατού στη Γερμανία, ενώ λέγεται πως αρνήθηκε την εναλλακτική πρόταση των Βρετανών για ένωσή του με τις δυνάμεις της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, λόγω του ότι ήταν πιστός στον Κωνσταντίνο και δεν ήθελε να ενισχύσει το κίνημα της Εθνικής Αμύνης του Βενιζέλου.

Η μεταφορά του Δ' Σώματος Στρατού στο Γκέρλιτς πραγματοποιήθηκε με τρένο μέσω Βουλγαρίας τον Σεπτέμβριο και διήρκεσε δώδεκα μέρες. Πηγές αναφέρουν πως μετακινήθηκαν συνολικά 6.100 στρατιώτες, 430 αξιωματικοί, δυνάμεις της χωροφυλακής από την Ανατολική Μακεδονία, στρατιωτικοί υπάλληλοι, 93 γυναίκες αξιωματικών και 5 παιδιά. Παρέμειναν σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων που, με την αυστηρή έννοια του όρου, μόνον έτσι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού όλοι οι κρατούμενοί του ήταν εκεί με τη θέλησή τους. Υπάρχουν φωτογραφίες της εποχής που μαρτυρούν την εγκαρδιότητα με την οποία έγιναν δεκτοί ως «φιλοξενούμενοι της γερμανικής αυτοκρατορικής κυβέρνησης για το διάστημα που θα διαρκέσει ο πόλεμος», καθώς ο πρώτος υπασπιστής του Κάιζερ, Ludwig von Estorff, τους υποδέχτηκε επίσημα με φόντο ένα μεγάλο πανό που έφερε την επιγραφή «ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ - ΧΑΙΡΕΤΕ». Ηταν κατά κάποιον τρόπο η ανταμοιβή του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β' (Κάιζερ Βίλχελμ) προς τον εξ αγχιστείας συγγενή του, βασιλιά Κωνσταντίνο Α', ο οποίος είχε παντρευτεί την αδερφή του Σοφία, για την «εξυπηρέτησή» του στο οχυρό Ρούπελ και την προσπάθειά του να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη.

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1916, ο Γερμανός επιτελάρχης Erich Ludendorff επισημαίνει σε μήνυμά του πως παρέχεται στη χώρα του «μοναδική ευκαιρία να διαδώσουμε στην Ελλάδα κατανόηση και συμπάθεια για τη γερμανική υπόθεση, τη γερμανική εργασία και το γερμανικό μεγαλείο. Οι Ελληνες δεν πρέπει να αισθάνονται πως είναι αιχμάλωτοι. Οι συναλλαγές τους με την τοπική κοινωνία καθώς και η επαφή τους με την πατρίδα τους επιβάλλεται να τελούν υπό παρακολούθηση, χωρίς όμως ακρότητες».

Από τα 170 ανάλογα στρατόπεδα που υπήρχαν στο γερμανικό Ράιχ, αυτό του Γκέρλιτς ξεχώριζε για πολλούς λόγους: είχε ετεροδικαιικό στάτους, δικές του περιπόλους και ελευθερία κινήσεων των στρατιωτών. Επιπλέον, ήδη από τον Νοέμβριο του 1916, με τη βοήθεια του τοπικού εκδότη Emil Glauber, τυπωνόταν καθημερινά, εκτός Κυριακής, μία τετρασέλιδη εφημερίδα στα ελληνικά, με αρχισυντάκτη τον αξιωματικό Διονύσιο Αγαπητό. Το 1918 η έδρα της μετακόμισε στο Βερολίνο, ενώ το όνομά της από «Νέα του Gorlitz» άλλαξε σε «Ελληνικά Φύλλα». Σε μία έκτακτη έκδοση της εφημερίδας μάλιστα εμφανίστηκε και «Ο Αλιβάνιστος», η πρώτη μετάφραση διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στα γερμανικά. Στο Γκέρλιτς εξάλλου πρωτοεκδόθηκε η αντιπολεμική ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων - Κρυφός καημός» («Να τραγουδήσω τους νεκρούς, τους έρμους σκοτωμένους...») του τότε υπολοχαγού και αργότερα γνωστού λογοτέχνη Βασίλη Ρώτα. Ενας άλλος αξιωματικός και αργότερα ποιητής και μεταφραστής, ο Λέων Κουκούλας, εξέδωσε τα «Γράμματα από τη Γερμανία», ενώ ανάμεσα στους στρατιώτες ήταν και ο συνεργάτης της Κυβέλης, εκλεκτός ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος.

Η μικρή αυτή πόλη των 60.000 κατοίκων, που αποτελείται κυρίως από δημόσιους υπάλληλους και συνταξιούχους, προσφέρει, τηρουμένων των αναλογιών, αρκετά φιλόξενη στέγη στους στρατιώτες μέχρι το τέλος του πολέμου, σε μερικούς μάλιστα και περαιτέρω. Εστω κι αν υπήρξε συμπτωματική και ουρανοκατέβατη, πρόκειται για την πρώτη μαζική ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία. Οι Ελληνες γίνονται αναπόσπαστο μέλος της κοινωνίας δεχόμενοι επιρροές και ασκώντας τις δικές τους. Γύρω στους 200 από αυτούς αποφασίζουν να μείνουν και να κάνουν εκεί οικογένεια. Καρπός μιας τέτοιας οικογένειας, μια γυναίκα που γεννήθηκε το 1919 από Ελληνα πατέρα και Γερμανίδα μητέρα, ζει ακόμη στην πόλη, όπου εξακολουθούν να ακούγονται ελληνικά ονόματα, αφού υπάρχουν πάνω από σαράντα απόγονοι δεύτερης έως τέταρτης γενιάς.

Τον Ιούλιο του 1917 η Koniglich-Preu―ische Phonographische Kommission (Φωνογραφική Επιτροπή του Βασιλείου της Πρωσίας) με επικεφαλής τον Karl Stumf και τον Georg Schunemann οραματίζεται ένα ηχητικό μουσείο των λαών. Η ιδέα ανήκει στον ειδικευμένο στη μουσική εθνολόγο Wilhelm Dogen, ο οποίος εν μέσω πολέμου θέλει να καταγράψει σε κυλίνδρους κεριού και δίσκους γραμμοφώνου παραδοσιακές μουσικές από διάφορες χώρες, και δίπλα του, σε μηδαμινή απόσταση, είναι τα στρατόπεδα που συγκεντρώνουν αιχμαλώτους απ' όλες τις ηπείρους! Μέχρι το τέλος του πολέμου, η γεμάτη εθνολογική φιλοδοξία των αρχών του 20ού αι. όσο και ένθερμη αυτή προσπάθεια απέφερε περισσότερες από 2.600 ηχογραφήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ηχογραφήσεις διαφόρων ελληνικών τραγουδιών αλλά και διαλέκτων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν υπό την εποπτεία του August Heisenberg.

Τα ντοκουμέντα αυτά διαθέτουν μια εντυπωσιακή φυσική και ακουστική ποιότητα, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και τους παλαιότερους διατηρημένους δίσκους στην ελληνική γλώσσα. Φυλάχτηκαν στο ηχητικό αρχείο του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου, ασφαλισμένα σε μεταλλικές ντουλάπες, ενώ μεθοδικά υφίστανται ψηφιακή επεξεργασία και καταγράφονται σε βάση δεδομένων, προκειμένου να σωθούν για την αιωνιότητα. Ανάμεσα στα παραμύθια, τα δημοτικά τραγούδια, τους εκκλησιαστικούς ύμνους, τους αμανέδες και τα μοιρολόγια συγκαταλέγεται και η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού που έχει διασωθεί. Ο Απόστολος Παπαδιαμάντης, ανιψιός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τραγουδάει το «χήρα ν' αλλάξεις όνομα, χήρα να μη σε λένε, γιατί έκανες τα μάτια μου μερόνυχτα να κλαίνε...». Κάθε δίσκος συνοδεύεται και από πολυσέλιδες πληροφορίες. Ο Κωνσταντίνος Τουμπέκης έχει γυρίσει ένα 45λεπτο σχετικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Το Θαύμα του Gorlitz».

Η πορεία του Δ' Σώματος Στρατού είναι ένα θέμα που, όπως τόσα άλλα που αφορούν την ελληνική Ιστορία, αποτελεί ταμπού και παραμένει σχεδόν άγνωστο εντός συνόρων, αφού η μοίρα αυτών των φαντάρων εξακολουθεί να συνοδεύεται από τη ρετσινιά της προδοσίας.
Εκτοτε μπορεί το Γκέρλιτς να έγινε συνώνυμο των πλέον ασυνήθιστων γερμανοελληνικών σχέσεων αλλά και μιας από τις πιο παράδοξες ιστορίες, όχι μόνο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, σταδιακά όμως ξεχάστηκε. Από το 1945 το τμήμα του, που χωρίζεται από τον ποταμό Νάισε, ο οποίος έκτοτε λειτουργεί ως φυσικό σύνορο, ανήκει στην Πολωνία και ονομάζεται Ζγκορζέλετς. Εκεί εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφύλιου πολέμου άλλοι 15.000 πολιτικοί πρόσφυγες. Σ' αυτό το πολωνικό σήμερα τμήμα βρισκόταν το στρατόπεδο των Ελλήνων. Χρειάστηκε να περάσουν 90 χρόνια για να επανέλθει στην επικαιρότητα ένα παρελθόν με εξαιρετικές πτυχές.

Τι γύρευε όμως η Κέιτ Γουίνσλετ στο Γκέρλιτς, την ανατολικότερη πόλη της Γερμανίας, η οποία, εκτός από τον σχεδόν ξεχασμένο σήμερα θεόσοφο Jakob Bohme (1575-1624), «τον πρώτο γερμανό φιλόσοφο» όπως τον χαρακτήρισε ο Hegel, έχει να επιδείξει ως διασημότερο τέκνο της τον ποδοσφαιριστή Μίχαελ Μπάλακ; Οσοι έχουν δει ώς το τέλος των τίτλων τη διεθνώς γνωστή ως «The Reader» (στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Σφραγισμένα χείλη») ταινία, για την οποία η πολύ καλή βρετανίδα ηθοποιός κέρδισε μεταξύ άλλων το βραβείο Οσκαρ α' γυναικείου ρόλου και τη Χρυσή Σφαίρα β' γυναικείου ρόλου, ίσως πρόσεξαν πως μέρος των γυρισμάτων έγινε εκεί. Πρόκειται για τη μεταφορά του βιβλίου του Bernhard Schlink «Der Vorleser» (ελληνική μετάφραση: «Διαβάζοντας στη Χάνα»), που εκδόθηκε το 1995 και που αποτελεί μέρος της διδακτέας ύλης στα γερμανικά Γυμνάσια. Μεταφρασμένο σε πάνω από 40 γλώσσες, υπήρξε το πρώτο γερμανικό μυθιστόρημα που ανέβηκε στην πρώτη θέση της λίστας των μπεστ σέλερ της εφημερίδας «Νιου Γιορκ Τάιμς». Ηταν η πρώτη φορά που ο συγγραφέας εγκατέλειψε τον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος για να καταπιαστεί με ένα μέρος των μελανών σελίδων της σύγχρονης γερμανικής Ιστορίας, επιβεβαιώνοντας, όπως έχουν αντιληφθεί οι περισσότεροι συμπατριώτες του εδώ και καιρό, πως το να επεξεργάζεσαι το παρελθόν με παρρησία λειτουργεί ως αφετηρία για βελτίωση.
Αποφάσισα να ταξιδέψω ώς το Γκέρλιτς προκειμένου να δω το μεγαλύτερο σε έκταση μνημείο της Γερμανίας, με πάνω από 3.500 διατηρητέα κτήρια, αριστοτεχνικά επισκευασμένα στο μεγαλύτερο μέρος τους, που ξεκινάνε από την αναγέννηση και περνώντας από το μπαρόκ φτάνουν μέχρι την αρ νουβό ή γιούγκεντστιλ επί το γερμανικότερο.

Υπάρχει ένας άγνωστος θαυμαστής της πόλης από το Μόναχο, που μέσω δικηγόρου παραχωρεί το ποσόν των 500.000 ευρώ κάθε χρόνο, μια σημαντική βοήθεια για το έργο που έχει γίνει και συνεχίζεται. Στα ιστορικά ντοκουμέντα το όνομα της πόλης εμφανίζεται ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα. Ετυμολογικά προέρχεται από σλαβική λέξη, που σημαίνει «καμένη γη» και παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο καθαριζόταν μια περιοχή προκειμένου να κατοικηθεί.

Καθώς το τρένο αφήνει το Βρανδεμβούργο και εισέρχεται στη Σαξονία οι επιγραφές στους σταθμούς γίνονται δίγλωσσες. Κάθε τοπωνύμιο αναφέρεται στα γερμανικά και από κάτω στα σορβικά, που προστατεύονται ως μειονοτική γλώσσα. Μαζί με τα πολωνικά, τα τσεχικά και τα σλοβακικά ανήκουν στην ομάδα των δυτικών σλαβικών γλωσσών, διακρίνονται σε άνω και κάτω σορβικά και στη Γερμανία ομιλούνται από περίπου 70.000 ανθρώπους.

Από τον σταθμό προς το κέντρο της πόλης ακολουθώ τις γραμμές του τραμ, κατά μήκος των εντυπωσιακά μεγάλων πεζοδρομίων. Αναζητώντας τα όποια ζωντανά ελληνικά ίχνη έχουν απομείνει από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο διασχίζω μία από τις δύο γέφυρες και προς μεγάλη μου έκπληξη βλέπω πως στην πολωνική πλευρά της πόλης η λεωφόρος κατά μήκος του ποταμού ονομάζεται «ελληνική» - Boulewar Grecki (Μπουλεβάρ Γκρέτσκι)! Μπορεί εδώ το επίσημο νόμισμα να είναι ακόμη το ζλότι και οι προσόψεις των κτηρίων να προδίδουν μη εύρωστη οικονομία, ωστόσο Γκέρλιτς και Ζγκορζέλετς αποτελούν πλέον μία ενιαία ευρωπαϊκή πόλη. Αλλωστε δεν υπάρχουν πια σύνορα και η είσοδος της Πολωνίας στην ευρωζώνη είναι θέμα χρόνου. Ηδη συζητείται η επιτάχυνση των διαδικασιών δίχως τη χαλάρωση των όρων, και ο στόχος έχει τεθεί για το 2012.

«Πώς γίνεται αντιληπτή σε σας η οικονομική κρίση;», ρωτάω τον κ. Καραγκούνη, ιδιοκτήτη του εστιατορίου «Ρόδος», στην καρδιά του Γκέρλιτς. Βρίσκεται εδώ από το 1997, η γυναίκα του είναι Ελληνίδα που γεννήθηκε εδώ, στην απέναντι όχθη, από γονείς που εγκαταστάθηκαν στην Πολωνία μετά τον πόλεμο. Ο ίδιος κατάγεται από την Αμφιλοχία και μου εξηγεί πως για το εστιατόριό του ήθελε ένα όνομα που να είναι μικρό και να εντυπώνεται εύκολα. «Κι αν ακόμη υπάρχει, πιστεύω ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα», λέει, και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο διατηρητέο κτήριο που στεγάζει το μαγαζί του, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των έργων συντήρησης, εκφράζει τον θαυμασμό του απέναντι στον σεβασμό της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η αλήθεια είναι πως η φωτογενής «πόλη του» γνωρίζει τελευταία μεγάλη άνθηση. Εκτός από τα «Σφραγισμένα χείλη» και αρκετές γερμανικές παραγωγές, εδώ είχε γυριστεί μέρος του φιλμ «Ο γύρος του Κόσμου σε 80 ημέρες», με τον Τζάκι Τσαν, ενώ πρόσφατα λειτούργησε και ως σκηνικό σε κάποια πλάνα της ταινίας του Κουέντιν Ταραντίνο «Inglourious Basterds», που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κανών.

Με το γεωγραφικό του μήκος πάνω στον 15ο μεσημβρινό, που σημαίνει μία ώρα διαφορά από το Γκρίνουιτς, εδώ χτυπά η ακριβής ώρα της Κεντρικής Ευρώπης. Η ώρα του Γκέρλιτς έφτασε.

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=123569

Wednesday, January 20, 2010

Alamar (To the Sea)

Το Banco Chinchorro είναι τμήμα του δεύτερου μεγαλύτερου κοραλλιογενή ύφαλου του πλανήτη. Εκεί πηγαίνει ένας πατέρας με καταγωγή από τη φυλή των Μάγια με τον μικρό του γιο (από Ιταλίδα μητέρα) και με τη βοήθεια ενός ηλικιωμένου ψαρά της περιοχής μάς αποκαλύπτουν μέσα από τις καθημερινές ασχολίες τους μια μοναδική αρμονία μεταξύ των ανθρώπων και της φύσης, μεταξύ του πατέρα και του γιου.
Με υπνωτικές εικόνες σπάνιας φυσικής ομορφιάς ο Pedro Gonzalez-Rubio έφτιαξε ένα μυθιστορηματικό ντοκιμαντέρ που μαγεύει με την απλότητά του, την αυτονόητη αίσθηση της οικολογίας εκείνων που πραγματικά έχουν μάθει να ζουν με τη φύση και γελοιοποιεί άθελά του όλες τις «πολιτισμένες» απόψεις περί ακραίας χορτοφαγίας.

Amphetamine

Hong Kong, όπως Νέα Υόρκη, όπως Φρανκφούρτη… Τα ίδια χρηματιστηριακά πρόσημα, τα ίδια παιχνίδια εξουσίας, τα ίδια ναρκωτικά, η ίδια ψυχική γραφειοκρατία. Το κενό παραμένει ωστόσο στους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, κοινωνικοοικονομικής θέσης. Ίδιο μ’ εκείνο της γέφυρας που δεν έχει ενωθεί στη μέση… Αρετές στη φωτογραφία και στις ερμηνείες, κυρίως του Byron Pang στον ρόλο ενός τύπου με το παράδοξο όνομα «Kafka» από έναν σκηνοθέτη που αυτοαποκαλείται «Scud».

Blutsfreundschaft (Initiation)


Ο 16χρονος Άλεξ έχει παρατήσει το σχολείο, δεν βρίσκει δουλειά και η κατάσταση στο σπίτι εξαιτίας του πατριού του είναι αφόρητη. Πριν ακόμη ξεκινήσει να ζει βρίσκεται μπλεγμένος με μια ομάδα νεοναζί. Όταν αυτοί επιτίθενται σε ένα συσσίτιο άστεγων, του αναθέτουν να μαχαιρώσει τον υπεύθυνο κοινωνικό λειτουργό προκειμένου να τον κάνουν ισότιμο μέλος τους. Μετά τη δολοφονία καταφεύγει στο καθαριστήριο του Γκούσταβ Τριτζίνσκι (Helmut Berger), ενός ηλικιωμένου ομοφυλόφιλου. Η ομοιότητα του Άξελ με τον πρώτο του έρωτα γίνεται αφορμή για να αποκαλύψει το παρελθόν του που τον στοιχειώνει. Ο ίδιος, κάποτε μέλος της χιτλερικής νεολαίας, από μια περίεργη συγκυρία βρέθηκε φυλακισμένος σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως και είδε τον φίλο του να δολοφονείται. Η φιλία που θα αναπτυχθεί ανάμεσά τους δίνει καταφύγιο και θέση εργασίας στον νεαρό…
Ο τρόπος που διάλεξε ο Peter Kern να διηγηθεί αυτή την ενδιαφέρουσα ιστορία είναι δυστυχώς βουτηγμένος στα κλισέ και στις σκηνοθετικές ευκολίες. Από τη μια το περιβάλλον του Γκούσταβ - ομοφυλόφιλοι, λεσβίες και τρανσέξουαλ σε παρακμιακά gay bar της Αυστρίας ζούνε τη ζωή τους ενάντια στο κατεστημένο που τους περιθωριοποίησε - κι από την άλλη η παρέα του Άλεξ - μέθυσοι νεοναζί δίχως υπόβαθρο μισούν ακόμη και τους εαυτούς τους. Απόκληροι και παρίες αμφότεροι. Στη σχηματική παρουσίασή τους έχουμε τους δεύτερους βουτηγμένους στην υποκρισία ενώ στους πρώτους περισσέυει η ειλικρίνεια. Ούτε παντοπωλείο να ήταν!

Tuesday, January 19, 2010

Plein sud (Going South)

Ένα γαλλικό road movie δεν μπορεί παρά να έχει πολύ σεξ, ακόμη περισσότερους έρωτες και αρκετό μπλαμπλά… Με άλλα λόγια, ένα γαλλικό road movie είναι ένα γαλλικό φιλμ. Στο Plein Sud ή Going South όπως είναι ο διεθνής τίτλος τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ. Εδώ ο σκηνοθέτης Sébastien Lifshitz έχει τη βοήθεια του γνωστού κυρίως από τη συνεργασία του με την PJ Harvey, John Parish, στη μουσική και η αισθητική του είναι φανερά επηρεασμένη από τον «ανεξάρτητο» αμερικανικό κινηματογράφο, όπου η… ανεξαρτησία μεταφράζεται εδώ ως «οι πρωταγωνιστές καπνίζουν». Κατά τα άλλα μια απομίμηση Καλιφόρνιας: Πανέμορφα πρόσωπα σε καλοσχηματισμένα κορμιά χαίρονται τις αμμώδεις παραλίες της Νότιας Ευρώπης. Απαραίτητο αξεσουάρ: ο πανσεξουαλισμός… Ο πρωταγωνιστής (Yannick Renier) υπήρξε στην παιδική του ηλικία αυτόπτης μάρτυρας της αυτοκτονίας του πατέρα του, που μάλλον προκλήθηκε από την καταπίεση της τρελής συζύγου του. Τώρα, ενήλικος πλέον, ταξιδεύει με ένα Ford αυτοκίνητο (είπαμε: Αμερική) και ένα πιστόλι (το είπαμε, δεν θα το ξαναπούμε) στις αποσκευές του προς την Ισπανία. Στον δρόμο (road movie γαρ) συναντάει δύο αδέρφια: μια νυμφομανή κοπέλα κι ένα ομοφυλόφιλο αγόρι. Λίγο πιο κάτω θα συναντήσουν ένα άλλο αγόρι με το οποίο η κοπέλα, που είναι ήδη έγκυος, φλερτάρει έντονα.
Συνεχίζουν, άγνωστο γιατί, όλοι μαζί το ταξίδι… Άγνωστο παραμένει και τι απογίνονται όταν ο πρωταγωνιστής βρίσκει τελικά τη μητέρα του που δεν είναι πια τρελή αλλά δουλεύει στην Ισπανία και συζεί με τον δεσμό της.
Αν έχετε μιάμιση ώρα διαθέσιμη και δεν ξέρετε τι να κάνετε, μπείτε στο σινεμά που το παίζει. Αν είστε «δήθεν» μπορεί και να ενθουσιαστείτε.