Thursday, March 25, 2010

Paul Bowles

Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ PΑUL BOWLES

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΦΡΕΝΤΥ

Αγαπητέ μου Φρέντυ,δεν απάντησα νωρίτερα γιατί ανησυχούσα για σένα.
Ήθελα να δω τον Χάρρυ πρώτα.
Τώρα το έκανα.
Και μια που μου φαίνεσαι να μην είσαι καλά, δε νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερα να έρθεις στο Παρίσι, όπου θα μπορούμε να σε φροντίζουμε;
Και ύστερα, όλοι μαζί, ν´ αποφασίσουμε τι πρέπει να κάνεις.
Καημένο παιδί, είναι άσχημο να είσαι ολομόναχος, και νομίζω πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να έρθεις εδώ - δε συμφωνείς;

Πάντα δική σουΓερτρούδη Στάιν

Ο Φρέντυ που παρέλαβε αυτό το γράμμα, δεν ήταν άλλος από τον Paul Frederic Bowles - το μελοποίησε το 1939 - που εκείνη την εποχή ασφυκτιούσε στη Νέα Υόρκη. Ήδη η Στάιν τον είχε αποτρέψει να ασχοληθεί με την ποίηση. Του πρότεινε ένα ταξίδι στην Ταγγέρη. Το 1931 η πόλη αυτή ήταν ακόμη διεθνής και φιλοξενούσε δραπέτες για οικονομικούς λόγους, και διανοούμενους. Από εκεί, ύστερα από παραίνεση του Αaron Copland, επέστρεψε στην Αμερική για ν´ ασχοληθεί με τη μουσική, ως συνθέτης. Από τις πρώτες του δουλειές ήταν η μουσική για την ταινία του Rudy Burckhardt "145 West 21" με πρωταγωνιστές τον Αaron Copland και τον John Latouche (1936). Ακολούθησε η "Μουσική Για Μια Φάρσα" ("Music For Α Farce"), το 1938.

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη, στις 30 Δεκεμβρίου του 1919, γιος ενός οδοντίατρου από το Long Island, ο Paul Bowles δεν ήταν πρότυπο μαθητή. Συχνά παραμελούσε τα μαθήματά του για ν´ ασχοληθεί με κάτι δημιουργικότερο.Στην αυτοβιογραφία του "Without Stopping" - που χαρακτηρίζεται σαν μία από τις πιο ειλικρινείς Αμερικανών λογοτεχνών - αναφέρει: "Μέχρι τα πέντε μου χρόνια δεν είχα μιλήσει με κανένα παιδί, ούτε είχα δει άλλα παιδιά να παίζουν. Η εικόνα που είχα σχηματίσει για τον κόσμο, ήταν ενός τόπου αποκλειστικά κατοικημένου από ενήλικες".

Όπως ο Edgar Αllan Poe σπούδασε ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, όμως οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες διοχετεύτηκαν στη μουσική και ικανοποιήθηκαν μέχρι ένα σημείο από δασκάλους όπως ο Αaron Copland και ο Virgil Thompson αρχικά, και η Nadia Boulanger αργότερα.Σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών είδε ποιήματά του δημοσιευμένα στο πρωτοποριακό περιοδικό "Transition", που εκδιδόταν στο Παρίσι. Εκεί γνωρίστηκε με τη Γερτρούδη Στάιν και τον κύκλο της.Πνεύμα ανήσυχο, "δραπέτευε" συχνά από τους χώρους που ζούσε για να γνωρίσει καινούριους. Ακούραστος ταξιδιώτης, επισκέφτηκε πολλές φορές τη Λατινική Αμερική και εγκαταστάθηκε κατά περιόδους στη Γουατεμάλα και το Μεξικό. Πόλοι έλξης γι´ αυτόν ήταν ακόμη η Ισπανία, η Γαλλία, η Γερμανία. Στο Ανόβερο έμεινε για ένα διάστημα με το σημαντικό εκφραστή του ντανταϊσμού Kurt Schwitters. Στο Βερολίνο έγραψε μουσική που άκουγε αργότερα στην Ταγγέρη με τον Copland.Στη δεκαετία του ´30, στη Νέα Υόρκη, συμμετείχε στο κομουνιστικό κόμμα για ένα μικρό χρονικό διάστημα, και ήταν θαμώνας στο σαλόνι του Kirk και της Constance Αskew.

Στοιχεία από τις χώρες και τους ανθρώπους που γνώρισε, ενσωμάτωσε στο έργο του, χωρίς όμως να χάσει την ανεξαρτησία του.Το 1937 συνάντησε τη Jane Sydney Αuer, που την επόμενη χρονιά έγινε κυρία Bowles. Συγγραφέας η ίδια - αιτία που Paul Bowles άρχισε πάλι να γράφει - τέλειωσε το πρώτο της μυθιστόρημα "Two Serious Ladies" στις 7 Δεκεμβρίου 1941, ημέρα της καταστροφής του Περλ Χάρμπορ. Για λίγο καιρό οι Bowles έμεναν στο ίδιο σπίτι με τον W.H. Αuden και τη γυναίκα του Erica - κόρη του Thomas Mann -, που ήταν στενή φίλη της Jane.Μια πτυχή της προσωπικότητας του Bowles, τον οδήγησε πολύ νωρίς στην εξειδικευμένη σύνθεση μουσικής για το θέατρο. Η ευαισθησία του στον τομέα αυτόν, τον κατέστησε πολύ σημαντικό σύμβουλο των Orson Welles, George Αbbott και Eddie Dowling, για περισσότερα από είκοσι έργα που "ανέβηκαν" στο Broadway.

Το 1943 συνέθεσε τη θαρθουέλα - ισπανική παραλλαγή της φόρμας της όπερας - με τίτλο "The Wind Remains", που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, με διευθυντή ορχήστρας τον Leonard Bernstein, χορογραφίες του Merce Cunningham και τραγουδιστές τον τενόρο Romulo Spirito και τη σοπράνο Jeanne Stephens, βασισμένη στην τρίτη πράξη του έργου "Αsi que pasen cinco αnos" του Λόρκα. Στη "Yerma" του ίδιου βασίστηκε η όπερα που έγραψε αργότερα ο Bowles (1956), στην Ανδαλουσία, για τη Libby Holman.

Για έναν περίπου χρόνο δούλεψε σαν μουσικοκριτικός στην εφημερίδα "Herald Tribune" της Νέας Υόρκης, και μ´ αυτόν τον τρόπο αναδείχτηκε το ταλέντο του στη σύνθεση με λέξεις αυτή τη φορά.Σε συνεργασία με τον Dali ενορχήστρωσε το πρώτο του μπαλέτο, "Colloque Sentimental" (1944). Ακολούθησε ακόμη ένα με συνεργάτη τον Αlexander Calder.

Στις επόμενες δουλειές του, το όνομά του φιγουράριζε ανάμεσα σ´ αυτά των διασημότερων καλλιτεχνών της εποχής - Fernand Leger, Marcel Duchamp, John Cage, Man Ray -, στους τίτλους ταινιών μικρού μήκους. Οι πιο σημαντικές απ´ αυτές - "Desire" και "Dreams That Money Can Buy" - ήταν βασισμένες σε ιδέες του Hans Richter που υλοποιήθηκαν από τον Paul Bowles και τον Max Ernst (1947). Σ´ ένα άλλο φιλμάκι που τιτλοφορείται "8 x 8", σκηνοθετημένο από τον Richter (1952), ο Paul Bowles πρωταγωνιστεί.

Παρόλη την αναγνώρισή του, δεν ήταν ικανοποιημένος από το περιβάλλον που ζούσε. Ένα βράδυ ονειρεύτηκε πως ήταν στο Μαρόκο. Το όνειρο τον έκανε ευτυχισμένο.Είχε ήδη γράψει τη μουσική για την πρώτη επιτυχία του Tennessee Williams στο Broadway "Γυάλινος Κόσμος" (1945), και αργότερα για άλλα έργα του, όπως τα "Γλυκό Πουλί Της Νιότης", "Καλοκαίρι Και Καταχνιά" και "Μοναχικός Άνθρωπος", μετά την πρεμιέρα του οποίου έφυγαν για το Μαρόκο, που στη δεκαετία του ´40 (και του ´50), ήταν για τους Αμερικάνους διανοούμενους ό,τι το Παρίσι στη δεκαετία του ´20. Ο καιρός ήταν άσχημος και ο Tennessee Williams επέστρεψε στις ΗΠΑ σε λιγότερο από ένα μήνα. Στη θέση του ήρθε ο Truman Capote, για να διασκεδάσει αυτούς που παρέμειναν με το οξύ πνεύμα και την κοφτερή γλώσσα του.Ο εκδότης Doubleday του ανέθεσε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Για τον σκοπό αυτό ο Paul Bowles μετακόμισε στη Φεζ, μια πόλη στους πρόποδες του Άτλαντα. Εκεί, η Βόρεια Αφρική τού τραγούδησε σαν σειρήνα ένα τραγούδι της Σαχάρας που τον αιχμαλώτισε. Ερωτεύτηκε τον ουρανό πάνω από την έρημο και τον ύμνησε στο βιβλίο του "The Sheltering Sky". Ο Doubleday όμως το απέρριψε, με αποτέλεσμα να εκδοθεί πρώτα στο Λονδίνο από τον οίκο New Directions (1949).Το βιβλίο αυτό, που του χάρισε διεθνή αναγνώριση αλλά σε περιορισμένους κύκλους, αναφέρεται σε τρεις Αμερικάνους που πηγαίνουν στη Σαχάρα. Ο ένας απ´ αυτούς αρρωσταίνει. Η αποκορύφωση του μυθιστορήματος είναι η περιγραφή του θανάτου του. Ο Bowles λέει πως για να πετύχει το ποθητό αποτέλεσμα έπαιρνε ματζούνι - ένα δυνατό μείγμα διαφόρων ουσιών με βασική την κάνναβη. Για την κυκλοφορία του βιβλίου, βρέθηκε με τη Jane στο Λονδίνο για λίγες μέρες. Στην επιστροφή εκείνη αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στο Παρίσι, ενώ ο Paul πήρε το πλοίο για τη Σρι Λάνκα, ξεκινώντας μια σειρά από διηγήματα με θέμα την Tαγγέρη.

Στον γυρισμό σταμάτησε στο Παρίσι, και στη συνέχεια στην αγαπημένη του Φεζ, στη Σαχάρα. Η Jane έχοντας τελειώσει το θεατρικό της έργο "In The Summerhouse", πέρασε για λίγο από το Μαρόκο πριν φύγει για τη Νέα Υόρκη. Ο Paul τελείωνε το βιβλίο του όταν ήρθε ένα τηλεγράφημα που του γνωστοποιούσε πως η αγορά του νησιού, κοντά στη Σρι Λάνκα, ήταν εφικτή. Αναχώρησε αμέσως για τη Βομβάη και, αφού ολοκλήρωσε τις απαραίτητες διατυπώσεις, έφυγε για τη Νέα Υόρκη με σκοπό να γράψει τη μουσική για το έργο της Jane.

Το καλοκαίρι του 1952, αφού περιπλανήθηκε στη Μαδρίτη και τη Βενετία, κατέληξε στη Ρώμη δουλεύοντας μαζί με τον Tennessee Williams, τους διαλόγους για την ταινία "Senso" του Luchino Visconti.Το χειμώνα απέπλευσε με τη Jane με προορισμό το νησί που είχε αγοράσει. Έμειναν για λίγο εκεί, μια που η γυναίκα του είχε πρόβλημα υγείας και επέστρεψε στο Μαρόκο. Ο Paul τέλειωσε τη νουβέλα του "The Spider’s House" στην Ιαπωνία. Όταν έφτασε στην Ταγγέρη, πληροφορήθηκε από τον William Burroughs πως η Jane είχε πάθει έμφραγμα, ήταν όμως καλύτερα. Τα προβλήματα υγείας συνεχίστηκαν μέχρι το 1973 που πέθανε στην Ισπανία, σε ηλικία 56 ετών. (Μόλις - Νοέμβριος 1988 - κυκλοφόρησε η βιογραφία της "Α Little Original Sin", γραμμένη από τη Millicent Dillonn).Στα μέσα της δεκαετίας του ´50, ο Paul Bowles συναντούσε μέλη του beat κινήματος. Από το σπίτι του πέρασαν ο Jack Kerouac και ο Αllen Ginsberg, παρόλο που η σχέση του με το κίνημα ήταν παρόμοια μ´ αυτή του Manet και των ιμπρεσιονιστών. Όντας ανάμεσα στους Ευρωπαίους μοντερνιστές και τους beat λογοτέχνες, δηλώνει: "Δεν υπήρξα ποτέ μέλος της ομάδας. Συμμεριζόμουν τις ιδέες τους, τους συμπάθησα και τους δέχτηκα. Η άποψή τους όμως ήταν αδιάφορη. Νομίζω πως το μόνο που είχαν διαβάσει, ήταν ο Celine. Θυμάμαι τον Burroughs, το ´54, που ζούσε στη Medina σ´ ένα μπορντέλο. Περνούσε όλη την ημέρα στο κρεβάτι του κάνοντας ηρωίνη και πυροβολώντας στον τοίχο για εξάσκηση. Έγραφε το "Naked Lunch" - ο Kerouac του πρότεινε τον τίτλο - και τα χαρτιά είχαν γίνει σαν χαλί στο δάπεδο, με πατημασιές και ποντικοκούραδα επάνω τους. Πιστεύω πως είναι ο καλύτερος χιουμορίστας στην Αμερική. Εύχομαι να μπορούσε να συγκεντρωθεί στο να γράφει χιούμορ".Το 1958 δημοσιεύτηκε το "Spider’s House", που παρουσιάζει τη μάχη του Μαρόκου για ανεξαρτησία, με συμπάθεια προς τον ισλαμικό πολιτισμό.

Η συνθετική του δουλειά περιλαμβάνει πολλά κομμάτια μουσικής δωματίου, τραγούδια και έργα για πιάνο, ενώ η συγγραφική του - εκτός των μυθιστορημάτων - σαράντα περίπου διηγήματα, γραμμένα σε μια περίοδο τριανταπέντε χρόνων, που αρχικά εκδόθηκαν σε τρεις συλλογές. Τον σπουδαιότερο ρόλο σ´ αυτά παίζουν το περιβάλλον και ο χαρακτήρας των πρωταγωνιστών. Το περιβάλλον περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια, έτσι ώστε να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα, ενώ αντίθετα η σωματική εμφάνιση των ανθρώπων δεν περιγράφεται ούτε μια φορά, και ο χαρακτήρας τους προσδιορίζεται από τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Μοιάζουν με τα κούφια πρόσωπα του T.S. Elliot, κινούνται μέσα σε μιαν αχλύ, ξεριζωμένοι και γεμάτοι απόγνωση. Ψάχνουν για το άγνωστο, και πολύ συχνά διαπιστώνουν το χάος των "πολιτισμένων" μυαλών, τη ζωντάνια και την αλήθεια των αυτοχθόνων του Μαρόκου. Ταυτίζει έτσι ο Bowles τη χώρα αυτή με το αναρχικό υποσυνείδητο, αλλά αντιτίθεται στην τάση ρομαντικοποίησης του εξωτικού. Αποβάλλοντας τα άχρηστα στοιχεία της ανθρώπινης προσωπικότητας των ηρώων του, είναι πιο κοντά στον Beckett, παρά στον μυστικισμό της ερήμου του T.E. Lawrence.

Τα διηγήματα αυτά είναι πλημμυρισμένα από αναίτια βία, ωμό ρεαλισμό και θάνατο, έχουν τις ρίζες τους στον Αndre Gide και τον E.Α. Poe, συναρπάζουν και μερικές φορές σοκάρουν τους αναγνώστες.Ο Norman Mailer γράφει: "Ο Paul Bowles άνοιξε το κουτί της Πανδώρας και άφησε το έγκλημα, τα ναρκωτικά, την αιμομιξία και την εθιμοτυπία του θανάτου να εισχωρήσουν στον κόσμο επικαλώντας τα όργια, το τέλος του πολιτισμού", και ο Burroughs προσθέτει: "Η πρόζα του ζει από μια ειδική ποιότητα του διαπεραστικού, απτού μαύρου ενός υποφωτισμένου φιλμ, μιας δομής που μπορεί κανείς ν´ αγγίξει. Το έργο του Castaneda μοιάζει με νηπιαγωγείου μπροστά σ´ αυτό του Bowles".

Ο Paul Bowles δεν διδάσκεται στα πανεπιστήμια επειδή δεν εκπροσωπεί κάποια συγκεκριμένη σχολή. Χαρακτηρίζεται ως "ένας συγγραφέας για τους συγγραφείς". Είναι υπεύθυνος για την ελάχιστη προβολή του, μια και δεν συχνάζει σε πάρτι και συναντήσεις εκδοτικών οίκων. Εξάλλου δεν έχει πατήσει το πόδι του σε αμερικάνικο έδαφος από το 1968 που ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Απεχθάνεται τα αεροπλάνα, το τηλέφωνο, και δεν ανέχεται το θόρυβο.Ζει στην Ταγγέρη από τα δικαιώματα των βιβλίων του, σ´ ένα διαμέρισμα απέναντι από το αμερικανικό προξενείο. Μεταφράζει ιστορίες που του διηγείται ο αναλφάβητος Mohamet Mrabet, και μ´ αυτόν τον τρόπο έχει διασώσει αρκετό μέρος της προφορικής παράδοσης του Μαρόκου. Διαβάζει Κάφκα και Μπόρχες, ενώ η συγγραφέας που θαυμάζει είναι η Flannery O´Connor.

Θεωρεί τον εαυτό του ταξιδιώτη και όχι τουρίστα, εντοπίζοντας τη διαφορά στο ότι ο τουρίστας επιστρέφει βιαστικά ύστερα από μερικές εβδομάδες, ενώ ο ταξιδιώτης, μη ανήκοντας κάπου, μετακινείται αργά, σε περιόδους ετών, από το ένα μέρος της γης σε άλλο. Κι ακόμη, στο ότι ο τουρίστας δέχεται τον δικό του πολιτισμό χωρίς να θέτει ερωτήσεις, ενώ ο ταξιδιώτης συγκρίνει και αποποιείται εκείνους που δεν του ταιριάζουν. Τέλος, το μήνυμα του Paul Bowles είναι : "Όλα χειροτερεύουν!"

Ακολουθούν (σε μετάφραση) τα κείμενα του Paul Bowles από τον κύκλο "Γράμματα Από Το Μαρόκο", όπως τα τραγούδησε ο τενόρος Loren Driscoll σε μουσική της Peggy Glanville-Hicks, υπό τη διεύθυνση του Carlos Surinach.

I
Αέρας, νερό, πουλιά και ζώα και ανθρώπινες φωνές φτιάχνουν ένα υπέροχο ηχητικό πλαίσιο.
Οι ανθρώπινες φωνές φτιάχνουν τον πιο όμορφο ήχο απ´ όλους
όταν υποδέχονται με ψαλμωδίες τον Μουεζίνη - ειδικά εκείνον του όρθρου.
Προοιμιάζουν τον εκάστοτε Μουεζίνη με θρησκευτικές παρατηρήσεις
τραγουδισμένες μ´ ένα στιλ σαν ελεύθερα κεντημένα άνθη.
Όταν έχεις εκατό ή περισσότερες από αυτές τις απίστευτα υψηλές
σαν πουλιού φωνές να κάνουνε περάσματα σαν του φλαμένκο, σε διαφορετικά κλειδιά
από διαφορετικούς μιναρέδες - σ´ ένα πλαίσιο από κόκορες
που λαλούνε, έχεις έναν πολύ σπουδαίο και περίεργο ήχο.

ΙΙ
Ο Άνθρωπος μισείται στη Σαχάρα˙ το νιώθεις στον ουρανό,στις πέτρες, στον αέρα.
Ίσως είναι γραμμένο και στ´ αστέρια:
"Ο Θεός μισεί τον Άνθρωπο! Ο Πίνκυ είναι αρουραίος"
Αλλά βέβαια αυτό μπορεί να είναι ερεθιστικό.
Εκεί που η ζωή είναι απαγορευμένη, γίνεται ένα ευχάριστο, απαγορευμένο φρούτο.
Κάθε στιγμή φθονείται από έναν αδυσώπητο τύραννο...

ΙΙΙ
Υπάρχουν κοντσέρτα εδώ - τόσο όμορφα που είναι αδύνατον να φανταστείς
Στην Dar Batha, με όλες τις πηγές να πιτσιλούν τις ταράτσες
και το φεγγάρι να λάμπει πάνω από τα κυπαρίσσια.
"Πηγαίνω βέβαια - και ακούω..."

ΙV
Ανακάλυψα ένα καινούριο γλυκό˙ χασίσι με αμύγδαλο.
Θα σου φέρω λίγο.
Τα αποτελέσματα του είναι εντελώς απίστευτα.
Θα πρέπει όμως να το τρως προσεκτικά
όπως η Αλίκη δάγκωνε τα μανιτάρια˙ διαφορετικά
η μετάβαση είναι μάλλον ξαφνική, σαν φύσημα χρυσού ανέμου κατά μήκος της
σπονδυλικής στήλης και πέταγμα προς τα πάνω, μέσα στα σύννεφα.

V
Οι δρόμοι μυρίζουν από άνθη πορτοκαλιάς,
ώριμες ελιές και ξύλο κέδρου.
Σε λίγο θα υπάρχουν συκιές, μέντες και κέδροι.
Στους κήπους υπάρχουν εκατομμύρια χνουδωτές
μέλισσες, που πετούν από ανθούς ροδακινιάς σε
ανθούς αχλαδιάς, σε ανθούς πορτοκαλιάς.
Δεν τσιμπούν. Ευτυχώς!


Μερικές φορές αυτή την ώρα ακούω τύμπανα και
πηγαίνω να τα βρω.
Μια νύχτα ανακάλυψα ένα μαγευτικό χορό
σε μια τεράστια, ερειπωμένη αυλή...
Ένας κύκλος από άντρες και γυναίκες που τραγουδούσαν μαζί...
Στο κέντρο ήταν μια γριά που κινείτο σαν υπνωτισμένη,
κάνοντας ένα υπέροχο παράφωνο κέντημα
στο συγκοπτόμενο κύκλο
και όλοι τους φορούσαν μακριές άσπρες ρόμπες
ενώ τα καπνισμένα μαύρα τους πρόσωπα δεν
ήταν τίποτε άλλο παρά σκοτεινές τρύπες.

Monday, March 22, 2010

Ο Φόβος της Μετριότητας

Μεταδίδει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

Υστερα από μία δεκαετία με ήπιους χειμώνες στο Βερολίνο επανήλθε φέτος η εποχή των... παγετώνων για να μας υπενθυμίσει πως μπροστά στο κρύο είμαστε όλοι καμπούρηδες.
Εδώ και μερικές εβδομάδες η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ -15°C και -20°C, το πάλλευκο τοπίο δημιουργεί λησμονημένες αντανακλάσεις που ξεπερνούν τις πλέον ευφάνταστες καλλιτεχνικές installations. Ενα γκάλοπ έδειξε πως 70% των Γερμανών χαίρονται τη βαρυχειμωνιά και το αποδεικνύουν κυκλοφορώντας στην πόλη με παντελόνια του σκι, παίζοντας με τα ανάλογα ντυμένα παιδιά τους πάνω σε έλκηθρα. Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που προτιμούν τη θαλπωρή του σπιτιού τους κι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία της κακοκαιρίας για να απολαύσουν ζεστά ροφήματα με συντροφιά ένα βιβλίο. Γιατί, ενώ η Apple κυκλοφόρησε την επόμενη γενιά φορητών υπολογιστών που χρησιμεύουν και ως ιδιαίτερα εύχρηστες οθόνες ανάγνωσης βιβλίων, πολλοί επιμένουν πως η απόλαυση ενός μυθιστορήματος έγκειται και στο ξεφύλλισμα των χάρτινων σελίδων...

«Το ποσοστό των φρενοβλαβών του Βερολίνου είναι υψηλότερο από του Μονάχου, αλλά αυτό μπορεί να έχει να κάνει με το γεγονός ότι στο Μόναχο είναι πιο καλοντυμένοι, δεν γίνονται δηλαδή τόσο γρήγορα αντιληπτοί», ισχυρίζεται ο Benedict Wells. Ο συγγραφέας τού «Spinner» («Μουρλός») είναι μόλις 25 χρονών. Γεννήθηκε στο Μόναχο το 1984 και αυτό είναι το δεύτερο επιτυχημένο μυθιστόρημά του με πρωταγωνιστές πρόσωπα που φοβούνται τη μετριότητα. Πρόκειται για τον νεότερο συγγραφέα που υπέγραψε ποτέ στον περίοπτο γερμανικό εκδοτικό οίκο Diogenes.

Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Becks letzter Sommer» («Το τελευταίο καλοκαίρι του Beck»), καταπιάστηκε με έναν καθηγητή Μουσικής που θέλει να βοηθήσει έναν ταλαντούχο μαθητή του να ανεβεί ψηλά. Ο 17χρονος νέος από τη Λιθουανία παίζει εκπληκτική κιθάρα, ενώ οι συνθέσεις του 40χρονου ακαδημαϊκού παραμένουν αδιάφορες. Αναπόφευκτα ο θαυμασμός διαδέχεται τον φθόνο και τανάπαλιν. Ο Wells το έγραψε ζώντας σε ένα «βερολινέζικο αχούρι» που, όπως λέει ο ίδιος, δεν αξίζει να ονομαστεί «διαμέρισμα». «Η ντουζιέρα ήταν στην κουζίνα, στην τουαλέτα δεν είχε φως, πουθενά θέρμανση... Το χειρότερο απ' όλα, όμως, ήταν η διαρκής εναλλαγή των συναισθημάτων μου, που κυμαίνονταν μεταξύ του φόβου και της πεποίθησης ότι θα τα καταφέρω». Υπήρχαν στιγμές που απογοητευόταν από διάφορες απαντήσεις που έπαιρνε και ξεκινούσαν με τις λέξεις «Λυπούμαστε πολύ, αλλά...». Για τις ανάγκες της ιστορίας που διηγήθηκε, ταξίδεψε από τη Γερμανία στην Κωνσταντινούπολη με αυτοκίνητο, επειδή φοβάται τα αεροπλάνα.

Ηρωας του δεύτερου μυθιστορήματος είναι ένας εικοσάχρονος φοιτητής που προσπαθεί να ενηλικιωθεί μαζί με δύο κολλητούς φίλους και τις περιστασιακές σχέσεις τους με συνομήλικες. Πιστοί σύντροφοι σ' αυτή τους την προσπάθεια, εκτός από τις συζητήσεις, είναι το αλκοόλ και ο κυνισμός. Με εξαιρετικές διατυπώσεις, φιλοσοφική διάθεση και αίσθηση του μέτρου επιτρέπει στον αναγνώστη να κλάψει δίχως να ντρέπεται. «Η μουσική, έλεγε, ήταν καλύτερη τότε. Αλλά τίποτε δεν ήταν καλύτερο τότε. Απλώς, αυτός ήταν νεότερος...».
Το τρίτο του μυθιστόρημα θα έχει σχέση με τη Νέα Υόρκη και για να εξοικειωθεί με τον χώρο διέσχισε με πλοίο τον Ατλαντικό. Αν και δεν του αρέσει να ταξιδεύει, θεωρεί υποχρέωσή του να γνωρίσει διάφορα μέρη αυτού του πλανήτη. Επόμενος προορισμός του είναι η Γαλλία, αργότερα η Αγγλία και η Κίνα...

Η συμπλήρωση 20 χρόνων από την πτώση του Τείχους έδωσε αφορμή για πολλαπλές ανασκοπήσεις. Τα χρόνια πριν και, κυρίως, τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν, η εποχή δηλαδή που το Βερολίνο υπήρξε ένας ολοζώντανος βιότοπος υποκουλτούρας, αποτελούν αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Εκείνη την περίοδο επέλεξε και ο αφροαμερικανός συγγραφέας Paul Beatty για να τοποθετήσει τον ήρωά του. Με έξυπνο τρόπο και αφηγούμενος σε πρώτο πρόσωπο παρομοιάζει την κατάσταση των Ανατολικογερμανών στην ενοποιημένη πλέον Γερμανία με εκείνη των μαύρων μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, αποκαλύπτει τον υφέρποντα ρατσισμό των Βερολινέζων και ρίχνει ματιές στις μουσικές προτιμήσεις των νεοναζί. Ως ντισκ τζόκεϊ του κλαμπ «Slumberland», ο μαύρος DJ Darky διαθέτει φωνογραφική μνήμη. Αναζητά το τέλειο beat -περισσότερο με την έννοια του Τζακ Κέρουακ και της παρέας του, παρά με εκείνη του ρυθμού της μουσικής τέκνο ή ντίσκο- αλλά και τα ίχνη του μουσικού της τζαζ Charles Stone, που τον έχει επηρεάσει... Γεννημένος το 1962 στο Λος Αντζελες, ο Beatty είναι ο νικητής του πρώτου poetry slam στο περίφημο Nyorican Poets Cafe του Μανχάταν. «Το techno είναι το μοναδικό είδος μουσικής που μ' αφήνει αδιάφορο», λέει ο ήρωάς του και συνεχίζει: «Δεν θα το έλεγα "θόρυβο", γιατί ο θόρυβος έχει τουλάχιστον μια πηγή».

Αυτός ο απροσδιόριστος ήχος της δεκαετίας του '90 κυριαρχεί και στο μυθιστόρημα του Rainer Schmidt «Liebestanze» - «Χοροί Αγάπης», που εκτυλίσσεται στην περίφημη σκηνή των rave πάρτι εκείνης της εποχής, που έβαλε το Βερολίνο στο στόμα της νεολαίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. «Δίχως την ενέργεια των νέων από την ανατολική πλευρά, οι οποίοι, όχι μόνο υιοθέτησαν, αλλά συνέβαλαν τα μάλα στη δημιουργία αυτής της μορφής έκφρασης και διασκέδασης, το techno δεν θα γινόταν τόσο σημαντικό στη Γερμανία», ισχυρίζεται ο Felix, η κεντρική φιγούρα του βιβλίου, που ενώ δούλευε σε τράπεζα του Λονδίνου μετακόμισε στη γερμανική πρωτεύουσα για να γίνει μέρος της «RAVEolution». Χορεύει, παίρνει ναρκωτικά, πίνει και κάνει σεξ ψάχνοντας τον μεγάλο έρωτα που θα τον βρει στο πρόσωπο της Κάρλα, μιας γυναίκας ντισκ-τζόκεϊ (DJane), η οποία στη διάρκεια μιας Love Parade ecstasy-άζεται: «Το να στεκόμαστε εδώ είναι σαν να σταμάτησαν ξαφνικά όλοι οι θάνατοι και όλες οι προσδοκίες, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει πιο γεμάτη στιγμή από αυτή...». Ο συγγραφέας, που ήταν αρχισυντάκτης στις γερμανικές εκδόσεις των περιοδικών ΜΑΧ και Vanity Fair, ντεμπουτάρισε στη λογοτεχνία πριν από δύο χρόνια με το βιβλίο «Wie lange noch» - «Για πόσο ακόμη;».

Ο γεννημένος το 1981 Henning Kober ίσως θυμάται αμυδρά τις σκηνές της πτώσης του Τείχους. Ενηλικιώθηκε με την αλλαγή του αιώνα, όπως και ο ήρωας του βιβλίου του «Unter diesem Einfluss» - «Υπό την επήρεια» που, κατά έναν παράδοξο τρόπο, αναζητά την «έκσταση» και τα «αληθινά αισθήματα» στον 30ό όροφο του ξενοδοχείου «Park Inn» στην Αλεξάντερ Πλατς και στον τεχνητό παράδεισο του υδρόβιου τόπου διασκέδασης «Tropical Islands». Μυστήριο παραμένει και η εξαφάνιση του αδερφού του, που αποκάλυψε σε ένα μυθιστόρημα μια ομάδα τρομοκρατών - γόνων της καλής κοινωνίας... Το νόημα της ζωής του μοιάζει να περικλείεται στη μάλλον εφηβική πρόταση: «Το παρελθόν είναι μια ανοησία. Το μόνο που μετράει είναι το παρόν. Η καλή ζωή, η μέγιστη δυνατή καλοπέραση, χωρίς βέβαια να κάνεις κακό σε κανέναν». Ασφαλώς δεν είναι λίγοι εκείνοι οι νέοι που παίρνουν ναρκωτικά και ταξιδεύουν στα πιο απίθανα μέρη της γης με τα λεφτά των δικών τους. Το ερώτημα είναι πόσοι από αυτούς διαβάζουν λογοτεχνία, έστω κι αν πρόκειται για την «ποπ» εκδοχή της.

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=143049

Wednesday, March 10, 2010

Going to a Town

Η Αλεξάνδρα με πληροφορεί πως ο

Rufus Wainwright is going to a town...και συγκεκριμένα έρχεται να επισκεφτεί την δική μας μικρή Αθήνα στις 5 Ιουνίου για την πρώτη του συναυλία στην χώρα μας!

Ο Elton John τον χαρακτήρισε «σπουδαιότερο συνθέτη στον πλανήτη». Τα υπόλοιπα είναι ξεκάθαρα από το attached videaki ...και για περισσότερα: www.rufuswainwright.com or email me back ελεύθερα!



Να πάτε όλοι! Όπως και στον Marc Almond στις 18 (Πάτρα), 19 (Αθήνα) και 20 (Θεσσαλονίκη), απ' ό,τι πληροφορούμαι, αυτού του μήνα. Εγώ θα τον δω σε λίγες ώρες.