Monday, March 22, 2010

Ο Φόβος της Μετριότητας

Μεταδίδει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

Υστερα από μία δεκαετία με ήπιους χειμώνες στο Βερολίνο επανήλθε φέτος η εποχή των... παγετώνων για να μας υπενθυμίσει πως μπροστά στο κρύο είμαστε όλοι καμπούρηδες.
Εδώ και μερικές εβδομάδες η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ -15°C και -20°C, το πάλλευκο τοπίο δημιουργεί λησμονημένες αντανακλάσεις που ξεπερνούν τις πλέον ευφάνταστες καλλιτεχνικές installations. Ενα γκάλοπ έδειξε πως 70% των Γερμανών χαίρονται τη βαρυχειμωνιά και το αποδεικνύουν κυκλοφορώντας στην πόλη με παντελόνια του σκι, παίζοντας με τα ανάλογα ντυμένα παιδιά τους πάνω σε έλκηθρα. Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που προτιμούν τη θαλπωρή του σπιτιού τους κι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία της κακοκαιρίας για να απολαύσουν ζεστά ροφήματα με συντροφιά ένα βιβλίο. Γιατί, ενώ η Apple κυκλοφόρησε την επόμενη γενιά φορητών υπολογιστών που χρησιμεύουν και ως ιδιαίτερα εύχρηστες οθόνες ανάγνωσης βιβλίων, πολλοί επιμένουν πως η απόλαυση ενός μυθιστορήματος έγκειται και στο ξεφύλλισμα των χάρτινων σελίδων...

«Το ποσοστό των φρενοβλαβών του Βερολίνου είναι υψηλότερο από του Μονάχου, αλλά αυτό μπορεί να έχει να κάνει με το γεγονός ότι στο Μόναχο είναι πιο καλοντυμένοι, δεν γίνονται δηλαδή τόσο γρήγορα αντιληπτοί», ισχυρίζεται ο Benedict Wells. Ο συγγραφέας τού «Spinner» («Μουρλός») είναι μόλις 25 χρονών. Γεννήθηκε στο Μόναχο το 1984 και αυτό είναι το δεύτερο επιτυχημένο μυθιστόρημά του με πρωταγωνιστές πρόσωπα που φοβούνται τη μετριότητα. Πρόκειται για τον νεότερο συγγραφέα που υπέγραψε ποτέ στον περίοπτο γερμανικό εκδοτικό οίκο Diogenes.

Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Becks letzter Sommer» («Το τελευταίο καλοκαίρι του Beck»), καταπιάστηκε με έναν καθηγητή Μουσικής που θέλει να βοηθήσει έναν ταλαντούχο μαθητή του να ανεβεί ψηλά. Ο 17χρονος νέος από τη Λιθουανία παίζει εκπληκτική κιθάρα, ενώ οι συνθέσεις του 40χρονου ακαδημαϊκού παραμένουν αδιάφορες. Αναπόφευκτα ο θαυμασμός διαδέχεται τον φθόνο και τανάπαλιν. Ο Wells το έγραψε ζώντας σε ένα «βερολινέζικο αχούρι» που, όπως λέει ο ίδιος, δεν αξίζει να ονομαστεί «διαμέρισμα». «Η ντουζιέρα ήταν στην κουζίνα, στην τουαλέτα δεν είχε φως, πουθενά θέρμανση... Το χειρότερο απ' όλα, όμως, ήταν η διαρκής εναλλαγή των συναισθημάτων μου, που κυμαίνονταν μεταξύ του φόβου και της πεποίθησης ότι θα τα καταφέρω». Υπήρχαν στιγμές που απογοητευόταν από διάφορες απαντήσεις που έπαιρνε και ξεκινούσαν με τις λέξεις «Λυπούμαστε πολύ, αλλά...». Για τις ανάγκες της ιστορίας που διηγήθηκε, ταξίδεψε από τη Γερμανία στην Κωνσταντινούπολη με αυτοκίνητο, επειδή φοβάται τα αεροπλάνα.

Ηρωας του δεύτερου μυθιστορήματος είναι ένας εικοσάχρονος φοιτητής που προσπαθεί να ενηλικιωθεί μαζί με δύο κολλητούς φίλους και τις περιστασιακές σχέσεις τους με συνομήλικες. Πιστοί σύντροφοι σ' αυτή τους την προσπάθεια, εκτός από τις συζητήσεις, είναι το αλκοόλ και ο κυνισμός. Με εξαιρετικές διατυπώσεις, φιλοσοφική διάθεση και αίσθηση του μέτρου επιτρέπει στον αναγνώστη να κλάψει δίχως να ντρέπεται. «Η μουσική, έλεγε, ήταν καλύτερη τότε. Αλλά τίποτε δεν ήταν καλύτερο τότε. Απλώς, αυτός ήταν νεότερος...».
Το τρίτο του μυθιστόρημα θα έχει σχέση με τη Νέα Υόρκη και για να εξοικειωθεί με τον χώρο διέσχισε με πλοίο τον Ατλαντικό. Αν και δεν του αρέσει να ταξιδεύει, θεωρεί υποχρέωσή του να γνωρίσει διάφορα μέρη αυτού του πλανήτη. Επόμενος προορισμός του είναι η Γαλλία, αργότερα η Αγγλία και η Κίνα...

Η συμπλήρωση 20 χρόνων από την πτώση του Τείχους έδωσε αφορμή για πολλαπλές ανασκοπήσεις. Τα χρόνια πριν και, κυρίως, τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν, η εποχή δηλαδή που το Βερολίνο υπήρξε ένας ολοζώντανος βιότοπος υποκουλτούρας, αποτελούν αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Εκείνη την περίοδο επέλεξε και ο αφροαμερικανός συγγραφέας Paul Beatty για να τοποθετήσει τον ήρωά του. Με έξυπνο τρόπο και αφηγούμενος σε πρώτο πρόσωπο παρομοιάζει την κατάσταση των Ανατολικογερμανών στην ενοποιημένη πλέον Γερμανία με εκείνη των μαύρων μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, αποκαλύπτει τον υφέρποντα ρατσισμό των Βερολινέζων και ρίχνει ματιές στις μουσικές προτιμήσεις των νεοναζί. Ως ντισκ τζόκεϊ του κλαμπ «Slumberland», ο μαύρος DJ Darky διαθέτει φωνογραφική μνήμη. Αναζητά το τέλειο beat -περισσότερο με την έννοια του Τζακ Κέρουακ και της παρέας του, παρά με εκείνη του ρυθμού της μουσικής τέκνο ή ντίσκο- αλλά και τα ίχνη του μουσικού της τζαζ Charles Stone, που τον έχει επηρεάσει... Γεννημένος το 1962 στο Λος Αντζελες, ο Beatty είναι ο νικητής του πρώτου poetry slam στο περίφημο Nyorican Poets Cafe του Μανχάταν. «Το techno είναι το μοναδικό είδος μουσικής που μ' αφήνει αδιάφορο», λέει ο ήρωάς του και συνεχίζει: «Δεν θα το έλεγα "θόρυβο", γιατί ο θόρυβος έχει τουλάχιστον μια πηγή».

Αυτός ο απροσδιόριστος ήχος της δεκαετίας του '90 κυριαρχεί και στο μυθιστόρημα του Rainer Schmidt «Liebestanze» - «Χοροί Αγάπης», που εκτυλίσσεται στην περίφημη σκηνή των rave πάρτι εκείνης της εποχής, που έβαλε το Βερολίνο στο στόμα της νεολαίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. «Δίχως την ενέργεια των νέων από την ανατολική πλευρά, οι οποίοι, όχι μόνο υιοθέτησαν, αλλά συνέβαλαν τα μάλα στη δημιουργία αυτής της μορφής έκφρασης και διασκέδασης, το techno δεν θα γινόταν τόσο σημαντικό στη Γερμανία», ισχυρίζεται ο Felix, η κεντρική φιγούρα του βιβλίου, που ενώ δούλευε σε τράπεζα του Λονδίνου μετακόμισε στη γερμανική πρωτεύουσα για να γίνει μέρος της «RAVEolution». Χορεύει, παίρνει ναρκωτικά, πίνει και κάνει σεξ ψάχνοντας τον μεγάλο έρωτα που θα τον βρει στο πρόσωπο της Κάρλα, μιας γυναίκας ντισκ-τζόκεϊ (DJane), η οποία στη διάρκεια μιας Love Parade ecstasy-άζεται: «Το να στεκόμαστε εδώ είναι σαν να σταμάτησαν ξαφνικά όλοι οι θάνατοι και όλες οι προσδοκίες, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει πιο γεμάτη στιγμή από αυτή...». Ο συγγραφέας, που ήταν αρχισυντάκτης στις γερμανικές εκδόσεις των περιοδικών ΜΑΧ και Vanity Fair, ντεμπουτάρισε στη λογοτεχνία πριν από δύο χρόνια με το βιβλίο «Wie lange noch» - «Για πόσο ακόμη;».

Ο γεννημένος το 1981 Henning Kober ίσως θυμάται αμυδρά τις σκηνές της πτώσης του Τείχους. Ενηλικιώθηκε με την αλλαγή του αιώνα, όπως και ο ήρωας του βιβλίου του «Unter diesem Einfluss» - «Υπό την επήρεια» που, κατά έναν παράδοξο τρόπο, αναζητά την «έκσταση» και τα «αληθινά αισθήματα» στον 30ό όροφο του ξενοδοχείου «Park Inn» στην Αλεξάντερ Πλατς και στον τεχνητό παράδεισο του υδρόβιου τόπου διασκέδασης «Tropical Islands». Μυστήριο παραμένει και η εξαφάνιση του αδερφού του, που αποκάλυψε σε ένα μυθιστόρημα μια ομάδα τρομοκρατών - γόνων της καλής κοινωνίας... Το νόημα της ζωής του μοιάζει να περικλείεται στη μάλλον εφηβική πρόταση: «Το παρελθόν είναι μια ανοησία. Το μόνο που μετράει είναι το παρόν. Η καλή ζωή, η μέγιστη δυνατή καλοπέραση, χωρίς βέβαια να κάνεις κακό σε κανέναν». Ασφαλώς δεν είναι λίγοι εκείνοι οι νέοι που παίρνουν ναρκωτικά και ταξιδεύουν στα πιο απίθανα μέρη της γης με τα λεφτά των δικών τους. Το ερώτημα είναι πόσοι από αυτούς διαβάζουν λογοτεχνία, έστω κι αν πρόκειται για την «ποπ» εκδοχή της.

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=143049

No comments: