Saturday, October 13, 2018

Νάνα Μούσχουρη



Μια συνέντευξη της Νάνας Μούσχουρη
 

(Από την εφημερίδα Der Tagesspiegel, 28.12.2008)




Κυρία Μούσχουρη, ήσασταν ευρωβουλευτής των Ελλήνων Χριστιανοδημοκρατών.  Η ελληνική νεολαία βγήκε αυτή τη στιγμή στους δρόμους...

Λυπάμαι, δεν θέλω να πω τίποτε επί του θέματος, απολύτως τίποτε.

Κρίμα.  Έχετε τη φήμη φιλικού ανθρώπου, και...

Σας παρακαλώ!  Δεν φαντάζομαι πως θέλετε να με ρωτήσετε γιατί είμαι φιλική;

Και όμως, μεταξύ άλλων θέλουμε να ρωτήσουμε και αυτό.  Γιατί στη θέση σας θα μπορούσατε κάλλιστα να είστε μια ντίβα.

Θέλω να μιλάω με τους ανθρώπους και για τον σκοπό αυτό πρέπει να είναι κανείς φιλικός, είναι θέμα καλής ανατροφής.  Και τι σημαίνει, αλήθεια, "στη θέση μου";

Σημαίνει ότι έχετε πουλήσει 250 εκ. δίσκους.  Μόνο η Madonna σας έχει ξεπεράσει.

Αχ, τα νούμερα δεν μ' ενδιαφέρουν.  Παλαιότερα έπαιρνε κάποιος έναν χρυσό δίσκο ως αναγνώριση  - και όχι αυτόματα για έναν συγκεκριμένο αριθμό δίσκων που πούλησε.

Σας λείπει η αναγνώριση;

Πρέπει να πω, πως η δουλειά άλλαξε.  Παλαιότερα, τα γράμματα που έπαιρνα από τη δισκογραφική εταιρεία με τις κυκλοφορίες μου έγραφαν: Νάνα Μούσχουρη: Καλλιτέχνις.  Σήμερα διαβάζω μόνο τους αριθμούς των προϊόντων.  Η μουσική δεν αναγνωρίζεται σήμερα ως τέχνη.

Πώς σας φαίνονται οι σημερινοί Popstars, για παράδειγμα η Britney Spears ή η Alicia Keys;

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα τραγούδια τους.  Όλα μου φαίνονται ίδια, σαν να θέλουν να πουλήσουν ένα απορρυπαντικό.

Δεν ξεχωρίζετε καμιά τραγουδίστρια;

Ναι, η Norah Jones μου αρέσει.  Η μουσική της ακούγεται γνώριμη και καινούρια ταυτόχρονα.  Στη φωνή της συνυπάρχουν ο πόνος και το πάθος.  Και η Duffy μου αρέσει.

Η Duffy είχε φέτος ένας χιτ με το „Mercy“.

Όταν ακούω τη φωνή της, έχω την εντύπωση ότι τραγουδάει για τον εαυτό της, χωρίς να πρέπει να προκαλεί συνέχεια.  Μου θυμίζει εμένα, όταν ήμουν νέα.

Την κατηγορούν ότι αντιγράφει τη Dusty Springfield της δεκαετίας του '60.

Και τι το κακό βρίσκουν σ' αυτό;  Όταν ήμουν νέα αντέγραφα την Ella Fitzgerald και τη Sarah Vaughan, για να βρω αργότερα το δικό μου ύφος.  Κι αν θέλετε το πιστεύετε, βρίσκω σπουδαία και την Amy Winehouse.  Ελπίζω να μην έχει το τέλος της Billie Holiday.

Εκείνη πέθανε από κίρρωση που προκλήθηκε από υπερβολική κατανάλωση ναρκωτικών.  Θα μπορούσατε ποτέ εσείς να φανταστείτε να πείτε ένα τραγούδι για τον φόβο της απεξάρτησης, όπως η Amy Winehouse;

Δεν θα το απέρριπτα, αλλά φοβάμαι ότι δεν μου ταιριάζει.  Δεν έχω ανάλογες εμπειρίες.

Δεν πήρατε δηλαδή ποτέ ναρκωτικά;

Άντε πάλι, τι ερώτηση!  Ήθελα να μείνω μακριά από τις κακές επιρροές.  Κάπνιζα βέβαια, κι αυτό δεν κάνει καλό στη φωνή.  Στις αρχές της δεκαετίας του '60 έπαιρνα και Βιταμίνη C.  Κάποτε με κατηγόρησαν ότι είμαι αλκοολική.  Αλλά ποτέ δεν είχα σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ, και…

... και αυτό είναι κακοήθεια.  Πότε είπαν κάτι τέτοιο για σας;

Την πρώτη φορά που πήγα στις ΗΠΑ, το 1962, έπινα πού και πού κανένα ποτηράκι ουίσκι, γιατί ήμουν πολύ νευρική.  Ηχογραφούσα με τον Quincy Jones στο στούντιο, έναν από τους σημαντικότερους παραγωγούς.  Κι ο Quincy έπινε κανένα ποτηράκι, αλλά ποτέ υπερβολικά.  Το ίδιο και ο Harry Belafonte, με τον οποίο αργότερα έκανα περιοδεία στις ΗΠΑ.  Όλοι γνωρίζαμε τότε για το μεγάλο πρόβλημα που είχε η Judy Garland με το αλκοόλ - και φυσικά η Piaf.

Φοβόσασταν μη γίνετε αλκοολική;

Κατάγομαι από μια φτωχή οικογένεια.  Μου έμαθε να παραμένω πάντα στον ίσιο δρόμο!  Πρόσεξα να μη γίνω αλκοολική γιατί αυτό θα σήμαινε για μένα πως θα έχανα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.  Μια τέτοια εξάρτηση θα ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εφιάλτες μου, παρόλο που έχω κατανόηση για τις ανθρώπινες αδυναμίες.

Ο πατέρας σας ήταν χαρτοπαίχτης.

Αυτό είναι κάτι άλλο.  Σίγουρα ήταν μια εξάρτηση, αλλά δεν θέλω να τη συγκρίνω με τα σκληρά ναρκωτικά.  Και σε ένα σημείο μοιάζαμε.  Όταν έπαιζε ο πατέρας μου, ήθελε να είναι τέλειος.  Όταν τραγουδάω, θέλω κι εγώ να είμαι τέλεια.

Μπορείτε σήμερα να πάτε στο Λας Βέγκας δίχως πρόβλημα;

Όχι, εξαιτίας των άσχημων αναμνήσεων.  Ο πατέρας μου έχανε συχνά όλα μας τα χρήματα.  Κι εγώ έχω μεγάλο πρόβλημα να βλέπω άλλους να παίζουν.  Μόνο μια φορά με έπεισε ο Alain Delon να μείνω δίπλα του όσο έπαιζε.

Δεν με εκπλήσσει, ο Delon είχε τη φήμη του πολύ χαρισματικού.

Ακριβώς!  Δεν μπόρεσα να αντισταθώ.  Ο Alain Delon ήταν μισός θεός και μισός διάβολος.  Ήμασταν στο καζίνο του Megève, ένα μέρος κοντά στο Mont Blanc, πρέπει να ήταν το 1965.  Ήθελα να επιστρέψω στη Γενεύη, περίπου 50 χιλιόμετρα απόσταση, αλλά αυτός επέμενε: „Όχι, Νάνα, μείνετε εδώ, θα σας πάω εγώ με το αυτοκίνητο.  Μου φέρνετε τύχη.“

Και μείνατε;

Ναι γιατί κέρδισε σε αρκετούς γύρους.  Κάποια στιγμή σηκώθηκα, του έδωσα ένα μετάλλιο που είχα κερδίσει σε ένα φεστιβάλ τραγουδιού της Βαρκελώνης και του είπα: «Αυτό εδώ θα σας φέρει τύχη!»  Λίγες μέρες αργότερα μου έστειλε μια μεγάλη ανθοδέσμη, με ένα σημείωμα: „Και όμως έχασα.“  Όταν αργότερα ξανασυναντηθήκαμε, με ρώτησε: „Γιατί φύγατε;“  Του απάντησα: „Ανεξάρτητα από το αν κερδίζετε ή χάνετε, πονάω και μόνο που βλέπω την τράπουλα.“

Έχετε δύο παιδιά, τον Nicola και την Elena.  Είχαν ποτέ πρόβλημα με τα ναρκωτικά;

Όχι, ήμουν τυχερή σ' αυτό το θέμα.  Ήθελα πάντα να είμαι σωστή κι ελπίζω να το πέρασα αυτό και στα παιδιά μου.

Για πολλούς καλλιτέχνες, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσουν την πίεση.

Ίσως αυτό πιστεύουν οι νέοι καλλιτέχνες για να αποκτήσουν περισσότερο θάρρος και σιγουριά.  Αλλά και η μουσική μπορεί να είναι ένας τρόπος φυγής.  Αυτός ήταν ο λόγος που ξεκίνησα να τραγουδάω.

Από τι θέλατε να ξεφύγετε όταν στα τέλη του '50 αρχίσατε να τραγουδάτε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε τζαζ κλαμπ;

Ως παιδί φοβόμουν τον κόσμο γύρω μου.  Ήμασταν φτωχοί, δεν ήμουν και τόσο όμορφη και είχα κόμπλεξ κατωτερότητας.  Αργότερα, νέο κορίτσι, άκουγα συχνά τους γονείς μου να τσακώνονται.  Όταν ζεις τέτοια δράματα, μεγαλώνεις μέσα στη ντροπή.  Πήγαινα στο σχολείο και φοβόμουν ότι κάποιος, με το που θα με δει, θα καταλάβει τι συμβαίνει στο σπίτι μου.  Και μόνο όταν τραγουδούσα, οι άλλοι με άκουγαν και ξεχνούσαν τις προκαταλήψεις τους ή τις προσδοκίες που είχαν από μένα.  Μόνο τότε ένιωθα κορίτσι και αργότερα γυναίκα.

Έπρεπε να μεγαλώσετε γρήγορα για να φέρετε χρήματα στο σπίτι.

Είχα μόνο υποχρεώσεις.  Αρχικά έπρεπε να βγάλω χρήματα για την οικογένεια μας, για τους γονείς μου, και ύστερα για την μεγαλύτερη αδερφή μου.  Ήθελα να είναι όλοι τους εξασφαλισμένοι.  Αλλά δεν τους κρατάω κακία.  Του αποδέχομαι έτσι όπως είναι.  Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη.  Δεν ήξερε πώς να μου συμπεριφερθεί, αλλά ξέρω πως με αγαπούσε πάρα πολύ, κι ας μην μπορούσε να μου το πει.  Όλα τα χρόνια που βρισκόμουν πάνω στη σκηνή ήταν ένα είδος ψυχανάλυσης για μένα.  Η σκηνή ήταν το μέρος όπου έμαθα να μα αποδέχομαι τους φόβους μου.

Οι γονείς σας όμως δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι όταν ανακαλύψατε τη τζαζ.

Τότε υπήρχε ένας ισχυρός φυλετικός διαχωρισμός, ακόμη και στη μουσική.  Η τζαζ ήταν η μουσική των μαύρων.  Δεν ήταν κάτι για τους καθωσπρέπει, όποιος ασχολούταν με τζαζ, έπαιρνε ναρκωτικά, ήταν αμφίβολης ποιότητας.  Οι γονείς μου φοβήθηκαν ότι θα μπορούσα να καταλήξω πόρνη.  Πήγαινα τότε στο ωδείο της κλασικής μουσικής, γιατί εκείνοι ήθελαν να γίνω τραγουδίστρια της όπερας.  Και τη λάτρεψα αυτή τη μουσική.   Άκουγα Schubert, Mozart, Schumann, έμαθα να διαβάζω νότες, να παίζω πιάνο, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσω να ακούω τζαζ.  Όταν αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το ωδείο γιατί δεν ήθελα να σταματήσω να τραγουδάω στα κλαμπ, οι γονείς μου ήταν πολύ απογοητευμένοι.

Παρόλο που τους συντηρούσατε οικονομικά;

Ναι, δούλευα σαν να ήμουν εγώ ο άνδρας της οικογένειας.  Δυστυχώς ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ σε θέση να με υπερασπιστεί.  Στην αρχή της καριέρας μου ήθελα πάρα πολύ την προστασία του, ακόμη και σε επαγγελματικά θέματα, όπως οι διαπραγμάτευση συμβολαίων.  Αλλά δεν έλεγε τίποτε.  Γι’ αυτό έμαθα να στέκομαι μόνη μου σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.

Ο πατέρας σας πρόβαλε ταινίες στον κινηματογράφο, η μητέρα σας δούλευε ως ταξιθέτρια.  Μεγαλώσατε σχεδόν μαζί με τον κινηματογράφο.  Υπάρχει κάτι που θυμόσαστε; 

Τη Judy Garland στον „Μάγο του Οζ“ . Ένιωθα ακριβώς όπως ο χαρακτήρας που υποδυόταν, η Ντόροθι, παρεξηγημένα και ευτυχισμένη μόνο όταν τραγουδούσα.

Έχετε κλάψει στο σινεμά;

Έχω κλάψει με λυγμούς και κλαίω ακόμη και σήμερα όταν βλέπω δράματα.

Πότε κλάψατε για τελευταία φορά;

Θυμάμαι ότι στο „Love Story“ είχα κλάψει πολύ.  Τελευταία δεν βρίσκω χρόνο να πάω σινεμά, αλλά προχθές το βράδυ είδα ένα επεισόδιο της αστυνομικής σειράς „Cold Case“.  Το θέμα του ήταν ένα παιδί που σκότωσε ένα άλλο, από φθόνο.  Αυτό με έκανε να κλάψω.  Ήταν τόσο άδικο και η αδικία με εξοργίζει.

Τι θεωρείτε σημαντικότερο στη δουλειά σας:  Πειθαρχία ή ταλέντο;

Πειθαρχία.  Αν κάποιος έχει ταλέντο αλλά του λείπει η πειθαρχία, δεν βοηθάει την καριέρα του.  Από την άλλη, υπάρχουν πολύ πειθαρχικοί άνθρωποι που διαθέτουν λίγο ταλέντο, αλλά αυτό το λίγο το εκμεταλλεύονται με μεγάλη επιδεξιότητα.

Στην πρώτη σας μεγάλη εμφάνιση, ο διοργανωτής έκανε παράπονα για τη σιλουέτα σας.   Σήμερα, πολλές θηλυκές ποπ σταρ παλεύουν συνέχεια με δίαιτες και γυμναστήρια.  Περάσατε κι εσείς τέτοιες φάσεις;

Νομίζω πως είμαι πειθαρχική με άλλα πράγματα και όχι τόσο μ’ αυτά που σχετίζονται με το σώμα μου.  Τα κιλά μου πάντα ανεβοκατέβαιναν.  Διαθέτω πειθαρχία σχετικά με τη φωνή μου.  Πολλά από αυτά που κάνει η Μαντόνα δεν θα τα έκανα.  Μου αρέσει να χορεύω, αλλά μόνο όταν είμαι μόνη μου, ποτέ πάνω στη σκηνή.  Οι συναυλίες μου δεν είναι σόου του Broadway.

Γίνατε πλούσια και χωρίς να χορεύετε δημόσια.  Σύμφωνα με το περιοδικό Focus, η περιουσία σας κυμαίνεται μεταξύ 100 και 200 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων.

Δεν ήμουν ποτέ μπιζνες γούμαν.  Απλά δούλεψα πολύ, έδωσα πολλές συναυλίες και δεν σπατάλησα δεξιά κι αριστερά τα χρήματά μου.  Αγόρασα ένα διαμέρισμα για τους γονείς μου, ένα για την αδερφή μου κι ένα για τους γονείς του πρώην συζύγου μου. 

Τα 1972 χωρίσατε από τον πρώτο σύζυγό σας, τον Γιώργο Πετσίλα, γιατί εκείνος ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα κι εσείς όχι.

Α, έβγαλε πολλά λεφτά.  Θα σας πω μόνο ένα παράδειγμα.  Από όλα τα χρήματα που έβγαλα από το «Weiße Rosen aus Athen»…

… την πρώτη σας μεγάλη επιτυχία το 1961 που πούλησε μόνο στη Γερμανία πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα …

... αγόρασα το πρώτο διαμέρισμα της ζωής μου, στο Παρίσι.  Τα χρήματα δεν έφτασαν για έπιπλα, αλλά αυτό ήταν ο πρώτος χώρος που μου ανήκε ολοκληρωτικά.  Ακόμη και γι’ αυτό το διαμέρισμα, όταν χωρίσαμε του έδωσα 200.000 φράγκα, για να μπορέσω να το κρατήσω…

Πώς είναι η οικονομική σχέση σας με τον δεύτερο σύζυγό σας, τον André Chapelle;

Με τον πρώτος μου σύζυγο είχα κοινό τραπεζικό λογαριασμό, ήταν απόλυτα εξαρτημένος από μένα.  Τον είχα προσλάβει ως μουσικό.  Με τον André είναι εντελώς διαφορετικά, έχει τον δικό του λογαριασμό, τον δικό του κόσμο.  Κάνει παραγωγές και σε άλλους καλλιτέχνες.  Αυτή τη φορά εξαρτώμαι εγώ από αυτόν  - καλλιτεχνικά τουλάχιστον γιατί ήταν ένας από αυτούς που με ανακάλυψαν και με στήριξαν.

Ποιος πληρώνει στις διακοπές;

Αυτό είναι γελοίο.  Φυσικά και έχουμε κοινό λογαριασμό για το σπίτι στη Γενεύη και για την κοινή εταιρεία παραγωγής.  . Και όταν κάνουμε διακοπές παίρνουμε τα χρήματα από τον κοινό λογαριασμό.  Εκείνος πληρώνει πάντα το φαγητό.  Βρίσκω πολύ ευγενική αυτή τη χειρονομία.  Σκεφτείτε ότι μεγάλωσα σε μια εποχή που δεν μας χάριζαν τίποτε, που πεινούσαμε.  Γι’ αυτό μέχρι σήμερα λατρεύω τις πατάτες και τα φασόλια, το πρώτο μας φαγητό μετά τη γερμανική κατοχή.

Στην κατοχή μαζεύατε σαλιγκάρια για να τα φάτε.  Τα έχετε ξανακουμπήσει έκτοτε;

Όχι, ποτέ, γυρίζω το βλέμμα μου αλλού και μόνο που τα βλέπω στο πιάτο.  Στα εστιατόρια δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορείς να παραγγείλεις κάτι άλλο.  Αλλά τα Χριστούγεννα είναι πάντα ένα πρόβλημα.  Ο άνδρας μου είναι εξαιρετικός μάγειρας, κάθε χρόνο των παραμονή των Χριστουγέννων μαγειρεύει ένα παραδοσιακό πιάτο ε σαλιγκάρια για όλη την οικογένεια στη Γαλλία.  Για μένα μαγειρεύει κάτι διαφορετικό, σολομό, δεν θέλω να τον κουράζω πολύ.

Δεν μπορούμε να τελειώσουμε τη συνέντευξη χωρίς να σας ρωτήσουμε για τα γυαλιά σας.

Αχ, ξέρετε, μου αρέσουν.  Πάντα μου άρεσαν.  Γιατί μου άλλαξαν το πρόσωπο, γιατί ο κόσμος δεν μπορούσε να δει πια πώς ένιωθα.  Πάντως η αλήθεια είναι ότι τα χρειάζομαι.  Φορέστε τα μια στιγμή και θα καταλάβετε το γιατί.


ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Απρ. – Ιούν. 2009, Νο. 144