Thursday, November 10, 2016

Arctic Monkeys, 10.11.2005 (11 years ago today)



            Ήταν μία από εκείνες τις μουντές μέρες του Νοέμβρη (η 10η συγκεκριμένα) που είσαι βέβαιος πως οτιδήποτε μπορεί να πάει στραβά, θα πάει!  Από την ξαφνική μετάθεση της ώρας της συνέντευξης μέχρι τη διαπίστωση ότι η σημερινή επίσκεψη ενός επισήμου (του προέδρου της Κίνας, Χου Γιντάο) συνοδεύεται από διαδήλωση (άρα, ασυνήθιστο για το Βερολίνο, μποτιλιάρισμα) συνέβησαν πολλά που ίσως και να σας ενδιέφεραν, αλλά δεν υπάρχει αρκετός χώρος ούτε για την απλή απαρίθμησή τους.

            Δυο roadies διαβάζουν ΝΜΕ με φόντο αστυνομικούς που περιφρουρούν το απέναντι εβραϊκό Γυμνάσιο έξω από το κλαμπ που περιμένει η Jodie, υπεύθυνη για το promotion.  Μόλις της λέω ότι είμαι από το Sonik (παιδιά, είστε διάσημοι), με χαιρετάει άνετα «Hallo Vassilis!» και μου εξιστορεί τις εμπειρίες της από την επίσκεψή της στην Αθήνα με τους Sons and Daughters.  Ακούγοντας την κουβέντα, μια Γερμανίδα δημοσιογράφος προλαβαίνει να μου πει πως μόλις επέστρεψε από τη Ρόδο, όπου είχε πάει για να παίξει γκολφ, και κατάφερε να «απαγάγει» τον Alex (Turner) και τον Andy (Nicholson) για μια τηλεοπτική συνέντευξη.

            Ανεβαίνω στο tour bus που θυμίζει το τρένο του Some Like It Hot.  O Jamie (Cook) είναι απασχολημένος με έναν δημοσιογράφο του ραδιοφώνου.  Ο Matt (Helders) με οδηγεί στο «back lounge», ανοίγει ένα σακουλάκι με πατατάκια (σίγουρα όχι η καλύτερη δυνατή τροφή για την καταπολέμηση της ακμής) και ξεκινάμε.

            Σε δύο από τα τραγούδια σας υπάρχει η λέξη “dance” στους τίτλους ("Dancing Shoes", "I Bet You Look Good on the Dance Floor"), στο "From Ritz to Rubble" γίνεται λόγος για πορτιέρηδες έξω από ένα κλαμπ, ενώ σε disco αναφέρεστε και στο "Fake Tales οf San Francisco".  Σας αρέσει τόσο πολύ να χορεύετε;
Matt:  Δεν είμαι ο καλύτερος χορευτής του κόσμου, αλλά τρελαίνομαι να χορεύω, ιδιαίτερα όταν είμαι μεθυσμένος.

            Θα θέλατε να σας θεωρούν dance band;
Matt:  Σίγουρα υπάρχουν πολλά χορευτικά στοιχεία στη μουσική μας, αλλά δεν είναι μόνο αυτά.  Ίσως αυτή να είναι η διαφορά  - δεν είμαστε μόνο για χορό.

            Το όνομά σας αναφέρεται σε κάτι ανύπαρκτο.  Ποια είναι η γνώμη σου;
Matt:  Δεν ξέρω…  Σίγουρα τα ονόματα των συγκροτημάτων είναι σημαντικά αλλά από ένα σημείο και έπειτα δεν παίζουν ρόλο.  Όταν το σκεφτήκαμε μας φάνηκε αστείο.  Αλλά όταν βλέπεις το όνομα σ’ ένα πόστερ που διαφημίζει μια συναυλία δεν σκέφτεσαι «τι αστείο όνομα», λες «α, παίζουν καλά, ας πάω»!  Σήμερα δεν σκέφτεται κανείς τη σημασία του ονόματος Beatles αλλά τη μουσική τους.

            Ποιος ήταν ο στόχος σας όταν κάνατε το συγκρότημα;
Matt:  Να δώσουμε μια συναυλία!  Κάναμε πρόβες για ένα χρόνο περίπου πριν από το πρώτο gig γιατί δεν θέλαμε να παίξουμε μπροστά σε κόσμο απροετοίμαστοι.  Αν και γνωριζόμαστε από μικροί δεν ξεκινήσαμε να παίζουμε παρά μόλις το 2002.

            Οι επιρροές σας;
Matt:  Ως ντράμερ με επηρέασε ασφαλώς ο John Bonham των Led Zeppelin και από τους νεώτερους ο Chris Dangerous των Hives.

            Στους στίχους σας έχετε κάποιες αναφορές σε πράγματα που συνέβησαν πριν γεννηθείτε.  Υπάρχει ένα απόσπασμα από τη «Roxanne» των Police στο «Scummy», κάπου αλλού το Karate Kid, αλλά και στο #1 single σας κάνετε λόγο για τον α λα ρομπότ χορό του 1984.
Matt:  Ναι, παρακολουθούμε τηλεόραση, βλέπουμε ταινίες της εποχής…  Το να έχεις μεγαλύτερους φίλους βοηθάει επίσης.

            Σίγουρα έχεις μάθει τι γίνεται τις τελευταίες μέρες στο Παρίσι.  Υπάρχουν ανάλογα προβλήματα στο Sheffield;
Matt:  Μπα, δεν νομίζω.  Το Sheffield είναι μικρό, καμία σχέση…  Μας απασχολούν μάλλον τα συνηθισμένα… προβλήματα με τα κορίτσια και τέτοια.  Προσωπικά, η ζωή μου υπήρξε μέχρι στιγμής πολύ εύκολη.

            Πόσο άλλαξε η ζωή σας πηγαίνοντας στο Νούμερο 1 των singles στη χώρα σας;
Matt:  Καθόλου!  Εξακολουθούμε να βλέπουμε τα ίδια πρόσωπα σαν να είχαμε πάει στο Νούμερο 10!

            Είδα στο πρόγραμμά σας ότι σε λίγες μέρες θα βρίσκεστε στην Ιαπωνία.  Έχετε στόχο να κατακτήσετε τον κόσμο;
Matt:  Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο να κάνουμε ένα άλμπουμ που θα μπορείς να το ακούς και μετά από δέκα χρόνια, όπως είναι για μένα τα δύο πρώτα των Oasis αλλά και το Masterplan.



            Θα μπορούσα να σας ρωτάω για ώρες ποιος καλλιτέχνης ακουγόταν από τα ηχεία την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες του Mudd Club και να χάνατε το ένα στοίχημα μετά το άλλο.  Επειδή όμως δεν είμαι (τόσο) κακός θα σας το ομολογήσω: Are you sitting comfortably?  Λοιπόν, δεν ήταν άλλος από τον Ντέμη Ρούσσο που επέμενε πως «το πρώτο άλογο είναι άσπρο, το δεύτερο άλογο είναι κόκκινο…» από το 666 των Aphrodites Child.  Μέχρι να βγει στη σκηνή ο Roman Fischer, ένας νεαρός από το Augsburg με υψηλό δείκτη νοημοσύνης αλλά καθόλου φωνή, ακούω μόνο αγγλικά από «expatriates» που περιμένουν τους Arctic Monkeys, έχοντας προφανώς γνώση του τι συνέβη τις προάλλες στη γηραιά Αλβιώνα, όταν ένα σωρό κόσμος έμεινε έξω από κλαμπ χωρητικότητας 3000 ατόμων.  Σήμερα, με 15 ευρώ είσοδο, μπορεί να έχει γεμίσει πάλι το κλαμπ αλλά δεν χωράει παρά το 1/10!

            Οι τέσσερις τύποι που ανεβαίνουν στη σκηνή είναι στην ηλικία που ήταν και οι Beatles όταν έπαιξαν για πρώτη φορά σε γερμανικό έδαφος.  Τούτοι εδώ από το Sheffield είναι λιγότερο (αλλά όχι κατά πολύ) στατικοί πάνω στη σκηνή.  Ενδυματολογικά μοιάζουν με κολεξιόν της Fred Perry.  Ο Alex, με το μοναδικό μείγμα αγγλικού φλέγματος και ντροπαλότητας, ελέγχει το κοινό που χορεύει παραληρηματικά.  Οι υπόλοιποι, με λιγότερο φυσικό χάρισμα, είναι σοβαροί και συγκεντρωμένοι σ’ αυτά που παίζουν.  Ο ήχος τους  - όπως των περισσότερων ονομάτων πλέον -  μπορεί να θυμίζει ακούσματα του παρελθόντος, διαθέτει όμως φρεσκάδα.  Η ατμόσφαιρα φέρνει στο νου εικόνες από την εποχή του πανκ καθώς οι Arctic Monkeys διαψεύδουν τον σαρκασμό τους «theres only music so theres new ring tones», περνώντας άνετα από την α λα 60’s ποπ του «Fake Tales of San Francisco» στο ska του «A Certain Romance».

            Αδημονώ ν’ ακούσω το άλμπουμ αφού, ύστερα από πολύ καιρό, έχω την αίσθηση ότι ήμουν παρών στο ξεκίνημα ενός πολλά υποσχόμενου σχήματος.