Wednesday, September 21, 2011

Ο Rainer Fetting στην Berlinische Galerie

Μια εικαστική αναδρομή στο Βερολίνο των τελευταίων 35 χρόνων



Γράφει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

Ηταν αρχές της δεκαετίας του '80. Μεσουρανούσε το new wave και ο David Bowie είχε γίνει επιτέλους γνωστός στην Ελλάδα χάρη στο «Cat People» ή «Γκαζολίν», όπως επέμεναν να το αποκαλούν οι νεόκοποι «οπαδοί» του.


Η επαφή με τις καλλιτεχνικές εξελίξεις εξακολουθούσε να επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τις σελίδες των περιοδικών. Οι φίλοι μου αρνιούνταν να αποδεχτούν ότι έμπαιναν στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους, επιμένοντας πεισματικά να παραμένουν τινέιτζερ σε ένα περιβάλλον που ευνοούσε την ανωριμότητα και αναδείκνυε την ευδαιμονία σε ύψιστη προτεραιότητα. Ηταν, με άλλα λόγια, η κατάλληλη στιγμή για την αναχώρησή μου για Βερολίνο, μια πόλη που δημιουργούσε τέχνη και ζούσε μαζί της σε κάθε ανήλια γωνιά και πλακόστρωτη πλατεία.



Το εστιατόριο της Φώφης Ακριθάκη ήταν ένα από τα καλλιτεχνικά στέκια που τότε γνώριζε μεγάλες πιένες. Βρισκόταν στο ισόγειο ενός επιβλητικού κτηρίου, σε έναν από τους πιο όμορφους δρόμους στην καρδιά της χωρισμένης από το Τείχος πόλης, τη Fasanenstrasse. Η ιστορία του έχει αποτυπωθεί στη μνήμη των θαμώνων του, ακόμη και στη μνήμη αυτών που δεν το έζησαν αλλά το έμαθαν από διηγήσεις άλλων. Ανάμεσα στα προσεκτικά επιλεγμένα έργα τέχνης που στόλιζαν τους τοίχους του εκείνη την εποχή, ήταν και ένας πίνακας του ελάχιστα γνωστού ακόμη Rainer Fetting.



Ο γεννημένος το 1949 στο Βίλχελμσχαφεν της βορειοδυτικής Γερμανίας ζωγράφος και γλύπτης ήταν ένας από τους ιδρυτές της «αυτοβοηθούμενης γκαλερί καλλιτεχνών», που είχε ανοίξει στη Moritzplatz της συνοικίας Κρόιτσμπεργκ η ομάδα που έγινε γνωστή ως Neue Wilde (Νέοι Αγριοι) ή και Moritzboys (από το όνομα της πλατείας στην οποία στεγαζόταν η γκαλερί), με πυρήνες κάποιους φοιτητές της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της πόλης: τον Salome, τον Bernd Zimmer, τον Helmut Middendorf και μερικούς άλλους που δεν κατάφεραν να γίνουν διάσημοι.



Τα ταμπλό τους ήταν μεγάλου μεγέθους, οι πινελιές τους εξπρεσιονιστικές, τα χρώματά τους έντονα. Επηρεασμένοι από την ιταλική «τρανσαβανγκάρντια» ζωγράφιζαν αυθόρμητα και με πάθος την άποψή τους για θέματα όπως ο φόβος ή η σεξουαλικότητα και έδειχναν εντυπωσιασμένοι από τα ψυχρά φώτα «νέον» που συχνά ενσωμάτωναν στους πίνακές τους. Η δίψα για ζωή ήταν ακόρεστη. Το μύριζες στον αέρα της πόλης που δεν κοιμόταν ποτέ.



Ο Ράινερ Φέτινγκ δεν ένιωσε ποτέ βολικά με τον χαρακτηρισμό «Νέοι Αγριοι», που τον θεωρούσε δυσφημιστικό. Αφουγκράστηκε τις φοιτητικές εξεγέρσεις, τις καταλήψεις κτηρίων, το ομοφυλόφιλο κίνημα και συνέχισε το έργο του επικεντρωμένος σε σκηνές από τους δρόμους της πόλης, απεικονίσεις του περιβόητου Τείχους, ακόμη και πορτρέτα. Οπως συμβαίνει συνήθως, οι πρώτες εκθέσεις του ήταν ομαδικές. Με επιμελητή τον Χρήστο Ιωακειμίδη βρέθηκε να λαμβάνει μέρος στην έκθεση με γενικό τίτλο «New Spirit in Painting», που διοργανώθηκε στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου και τον καθιέρωσε. Ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις, σχεδόν κάθε χρονιά μετά το 1982, σε ονομαστές γκαλερί της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Μεταξύ 1983 και 1994 μάλιστα, όποτε ένιωθε πως το Βερολίνο τον κατέθλιβε, ζούσε κατά διαστήματα στη Νέα Υόρκη, όπου πρωτοπήγε με μια υποτροφία. «Ηταν τότε που πολλοί νέοι καλλιτέχνες συναντιόμασταν στο εστιατόριο Exil ή στην ντισκοτέκ Dschungel», λέει. «Παντού έβλεπες τους ίδιους ανθρώπους και ταυτόχρονα διαπίστωνες πως ο παλιός κύκλος των φίλων χανόταν σταδιακά. Με την επιτυχία ήρθε και ο φθόνος. Μπορεί να ήμουν ο τελευταίος της παρέας που είδε τα έργα του σε γκαλερί, όταν όμως συνέβη αυτό, ήταν στις καλύτερες. Υστερα από μια περιοδεία στη Γαλλία με τον Salome και τον Luciano Castelli, ήρθαν και τα προβλήματα με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά».



Ο Ζαλομέ (πραγματικό όνομα Wolfgang Ludwig Cihlarz) ήταν για ένα διάστημα, στα μέσα της δεκαετίας του '70, σύντροφος του Φέτινγκ και ένας από τους εικαστικούς που είχε ενεργό συμμετοχή στο ομοφυλόφιλο κίνημα. Προκειμένου να χρηματοδοτεί τις σπουδές του, δούλευε στο καφέ Anderes Ufer, τότε που ένας από τους θαμώνες του ήταν ο David Bowie. Παράλληλα με τη ζωγραφική είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για τη μουσική και μαζί με τον Λουτσιάνο Καστέλι είχε ιδρύσει το πανκ συγκρότημα Geile Tiere, που έκανε διάφορα σοκαριστικά για την εποχή happenings. Ο Ράινερ Φέτινγκ έπαιζε ντραμς στις συναυλίες τους στο Μπορντό και στο Παρίσι με τίτλο «Opera par hasard», αν και προτιμούσε τη μουσική των Rolling Stones («εκφράζουν με τη μουσική τους αυτό που θέλω να πω με τη ζωγραφική μου») και του Jimi Hendrix, που αργότερα ζωγράφισε. Από το 1979 χρονολογείται η σειρά των έργων του με τίτλο «Ντράμερ και Κιθαρίστας» -μία από τις τέσσερις ενότητες της έκθεσης- που εμπνεύστηκε βλέποντας συναυλίες των Richard Hell & The Voidoids και των Police, παρόλο που έβρισκε το πανκ και το new wave στεγνό και ψυχρό. «Ηταν η αισθητική του γκρίζου, του μονότονου». Οπως άλλωστε και στη ζωγραφική εκείνη την εποχή υπερίσχυε η άποψη «το κόκκινο χρώμα μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν γεράσουμε».



Ο Φέτινγκ ξεκίνησε μαθαίνοντας την τέχνη του επιπλοποιού και αφού εργάστηκε για λίγο ως εθελοντής στο σκηνογραφικό τμήμα του θεάτρου της γενέτειράς του, πήγε στο Βερολίνο προκειμένου να σπουδάσει ζωγραφική και να ξεφύγει από το μικροαστικό περιβάλλον που χαρακτήριζε τις κωμοπόλεις της Δυτικής Γερμανίας. Αργότερα ανακάλυψε και το ταλέντο του στη γλυπτική, το οποίο αναγνωρίστηκε επίσημα το 1996 με το ύψους 3,40 μέτρων και βάρους 500 κιλών μπρούντζινο άγαλμα του Βίλι Μπραντ, που βρίσκεται σήμερα στο Willy-Brandt-Haus (κεντρικά γραφεία της SPD) του Βερολίνου. «Ποτέ μου δεν μπόρεσα να πάρω στα σοβαρά τους συμφοιτητές μου που μιμούνταν τους καθηγητές τους ή καλλιτέχνες όπως ο Josef Beuys και ο Cy Twombly, που ήταν στη μόδα την εποχή που σπούδαζα. Για μένα υπήρξαν σημαντικοί οι εκπρόσωποι της σχολής "Die Brucke" (Η Γέφυρα) και ο εξπρεσιονισμός ολόκληρης της Ιστορίας της Τέχνης. Ο Βελάσκεθ, ο Γκόγια, ο Ελ Γκρέκο, ο Βαν Γκογκ, ο Πικάσο... Ηθελα να ξαναδώσω μορφή σ' αυτό που οι Αμερικανοί καλλιτέχνες εξέφραζαν με αφηρημένο τρόπο. Ημουν πολύ επηρεασμένος από τον Mark Rothko και τον Willem de Kooning».



Το όνομα του Φέτινγκ διατηρήθηκε στην επικαιρότητα, σε αντίθεση με πολλούς από τους ομότεχνους φίλους του πριν από τριάντα χρόνια. Πρόσφατα ένας από τους πίνακές του με θέμα το Τείχος του Βερολίνου πουλήθηκε έναντι 125.000 ευρώ. «Ο καλλιτέχνης πρέπει να παρατηρεί τους ανθρώπους και όχι να στέκεται ο ίδιος στο επίκεντρο. Εχω ανάγκη να ζωγραφίζω καινούργια πράγματα», λέει επιβεβαιώνοντας τον ισχυρισμό πολλών ειδικών ότι πρόκειται για έναν «εικαστικό χρονογράφο».



Η έκθεση στην Berlinische Galerie (Alte Jakobstrasse 124-128), που θα διαρκέσει μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου, παρουσιάζει 40 έργα του 61χρονου σήμερα ζωγράφου που καλύπτουν τη χρονική περίοδο των τελευταίων 35 χρόνων. Παράλληλα, καινούργια έργα του παρουσιάζονται στην γκαλερί Deschler (Auguststrasse 61).



Εκτός από το εστιατόριο της Φώφης έχουν πάψει προ πολλού να υπάρχουν τόσο το Exil όσο και η Dschungel


http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=03%2F09%2F2011&id=306174

Λογοτεχνία μετά Μουσικής

Γράφει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

«Η συγγραφή βιβλίων είναι ένα μοναχικό επάγγελμα. Ακόμη κι αν ένας συγγραφέας έχει κανονική κοινωνική ζωή, όταν πρόκειται για την πραγματική δουλειά του είναι μόνος του μπροστά στη γραφομηχανή ή τον υπολογιστή του. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μπει ανάμεσά τους», ήταν η άποψη του Isaac Asimov.


Ο Stephen King ισχυρίζεται πως «η συγγραφή, κυρίως η συγγραφή μεγάλων μυθιστορημάτων, είναι μια δύσκολη και μοναχική εργασία. Είναι σαν να διασχίζεις τον Ατλαντικό Ωκεανό μέσα σε μια μπανιέρα». Ασφαλώς είναι πολλοί οι λογοτέχνες που έχουν εκφραστεί ανάλογα, αλλά κι όσοι δεν το έχουν κάνει, μάλλον συμφωνούν με παρόμοιες ρήσεις. Πολλοί είναι επίσης κι εκείνοι που έχουν εκφράσει κατά καιρούς την αγάπη τους για τη μουσική, που συχνά τη χρησιμοποιούν και ως πηγή έμπνευσης στα διαλείμματά τους.



Ενας από αυτούς είναι και ο σύγχρονος, πετυχημένος συγγραφέας Nick Hornby, που αποφάσισε να συνεργαστεί με τον μουσικό Ben Folds γράφοντας τους στίχους για το άλμπουμ «Lonely Avenue». Το ενδιαφέρον του Nick Hornby για τη μουσική είναι πασίγνωστο από τα μυθιστορήματά του «High Fidelity», «About a Boy» («Για ένα αγόρι») (όταν μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τον Stephen Frears και τους αδερφούς Chris και Paul Weitz, αντιστοίχως, εντυπωσίασαν και για τη μουσική τους επένδυση), το πρόσφατο «Juliet Naked» («Η Τζούλιετ γυμνή»), και, φυσικά, το βιβλίο του με τα δοκίμια για «31 Τραγούδια» που συνοδεύτηκε και από ένα CD με επιλογές κάποιων από αυτά. Σ' αυτό το βιβλίο υπήρχε και η αναφορά στο τραγούδι «Smoke» του Ben Folds, που τον εκθείαζε ως εξαιρετικό συνθέτη και στιχουργό. Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου έλαβε ένα e-mail από τον μουσικό που τον ευχαριστούσε και ταυτόχρονα του επισήμαινε πως το συγκεκριμένο τραγούδι του ήταν το μόνο στο οποίο δεν είχε γράψει ο ίδιος τους στίχους, αλλά η σύζυγός του το διάστημα 1987-1992, Anna Goodman. Αυτή ήταν η αρχή της γνωριμίας τους, που έμελλε να καρποφορήσει λίγους μήνες αργότερα, όταν ο Ben Folds ετοίμαζε ένα άλμπουμ με τον ηθοποιό και περιστασιακό τραγουδιστή William Shatner (τον γνωστό Κάπτεν Κερκ των πρώτων κύκλων της σειράς «Σταρ Τρεκ») και ζήτησε από τον Hornby να γράψει τους στίχους για ένα τραγούδι. Ο δεύτερος ανταποκρίθηκε στέλνοντας τους στίχους για το «That's Me Trying», που εντάχθηκε στο «Has Been» (2004) με τη συμμετοχή του συνθέτη και της Aimee Mann στα φωνητικά. Το υπόλοιπο άλμπουμ είχε στίχους του W. Shatner, ενώ περιελάμβανε και μια διασκευή στο «Common People» των Pulp καθώς επίσης και τη σύνθεση «Real» του τραγουδιστή της κάντρι Brad Paisley, ειδικά γραμμένη για τον Shatner.



«Αυτό που έμαθα από τη συνεργασία μου με τον Νικ», λέει ο Ben Folds, «είναι η πειθαρχία. Η δημιουργικότητα είναι η τέχνη τού να μη χάνεις χρόνο. Το να περιμένεις μέχρι να σου έρθει η έμπνευση και ύστερα να γράψεις δυο σειρές σε μια χαρτοπετσέτα, δεν αποφέρει τίποτε. Χρειάζεται στρώσιμο. Είναι όπως όλες οι δουλειές». Ως προς τον Nick Hornby, μάλλον δεν σκοπεύει να ασχοληθεί στο άμεσο μέλλον ξανά με τη στιχουργία. Οπως στο παρελθόν εγκατέλειψε τις κριτικές δίσκων που έγραφε για το περιοδικό «New Yorker», έτσι και τώρα εγκαταλείπει την παράπλευρη αυτή δραστηριότητά του, συμπληρώνοντας μάλιστα πως δεν εκτιμά ιδιαίτερα τους στιχουργούς που δεν παίζουν κανένα όργανο, που δεν είναι οι ίδιοι μουσικοί. «Μου αρέσει πολύ η σχολή του Cole Porter που, όπως έκανε αργότερα και ο Smokey Robinson, βασίζεται στο να πάρεις μια ιδέα και να την ξεζουμίσεις. Πρόκειται για ερωτικά τραγούδια ως επί το πλείστον. Εγώ δεν είμαι σε θέση να γράφω έτσι. Υπάρχει βέβαια και ο Elvis Costello, αλλά μ' αυτόν ποτέ δεν ξέρω ποιο ακριβώς είναι το θέμα του τραγουδιού. Εκείνοι που θαυμάζω απεριόριστα είναι οι Chris Difford και Glenn Tilbrook από το συγκρότημα των Squeeze. Και από τους πιο καινούριους ξεχωρίζω τους Drive-By Truckers, που είναι ακριβείς, συνοπτικοί και σε στιγμές ακόμη και ελεγειακοί».



Μια ακόμη σχέση ενός συγγραφέα με τη μουσική συναντάμε στο έργο του Bret Easton Ellis, ο οποίος επισκέφτηκε πρόσφατα το Βερολίνο για να παρουσιάσει το τελευταίο βιβλίο του «Imperial Bedrooms», τη συνέχεια του «Less Than Zero» («Λιγότερο από μηδέν») που είχε δημοσιευτεί πριν από 25 χρόνια. Και στα δύο αυτά μυθιστορήματά του ο Ellis έχει δώσει τίτλους δανεισμένους από το έργο του Elvis Costello. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ένα τραγούδι από το ντεμπούτο του «My Aim Is True» (1977), στο οποίο ο Costello στηλιτεύει τον φασισμό χρησιμοποιώντας ως αφορμή τον αρχηγό της Ενωσης Βρετανών Φασιστών Oswald Mosley. Το βιβλίο του Ellis δεν έχει καμιά σχέση με το θέμα. Ο ήρωάς του είναι ένας φοιτητής που προσπαθεί να πάρει αποφάσεις για τη ζωή του πηγαίνοντας σε πάρτι και παίρνοντας ναρκωτικά. Ακολούθησε η κινηματογραφική του μεταφορά, για την οποία ο συγγραφέας επιμένει πως η μοναδική ομοιότητα με το βιβλίο περιορίζεται στον τίτλο και τα ονόματα των χαρακτήρων του. Αυτός είναι και ο λόγος που κριτικάρει το φιλμ στις πρώτες κιόλας σελίδες του «Imperial Bedrooms», που εκτός από τραγούδι αποτελεί και τον τίτλο ολόκληρου άλμπουμ του Costello (1982), στον ενικό αριθμό ωστόσο, παρ' όλο που ούτε κι αυτή τη φορά υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στον τίτλο του βιβλίου και σ' αυτόν του άλμπουμ / τραγουδιού. Σε ένα άλλο, επίσης πολύ γνωστό μυθιστόρημά του, το «American Psycho» («Αμερικανική ψύχωση») (1991), ο Ellis βάζει τον ήρωά του να κατέχει το ρεπερτόριο των Genesis και της Whitney Houston. «Το να εκθειάζω δύο άλμπουμ που απεχθάνομαι, όπως το "Invisible Touch" και το "Whitney", ήταν μία από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες τις συγγραφικής μου καριέρας. Βάζοντας τον [ήρωα του βιβλίου] Πάτρικ Μπέιτμαν να μιλάει με τα καλύτερα λόγια γι' αυτά, σκέφτηκα πως θα έπρεπε να πληρώνομαι περισσότερο για τη δουλειά μου». Τι ακούει σήμερα, 25 χρόνια αργότερα ο Κλέι, η κεντρική φιγούρα των «Λιγότερο Από Μηδέν» και «Imperial Bedrooms»; «Bat For Lashes, Bruce Springsteen, The National, Randy Newman», λέει ο Ellis και μολονότι ο ίδιος όταν ήταν μικρός έπαιρνε μαθήματα πιάνου επί μία δεκαετία και ο σύντροφός του είναι μουσικός, δεν σκέφτεται να ασχοληθεί με τη μουσική. «Οταν πήγαινα στο κολέγιο έπαιζα μπάσο σε ένα συγκρότημα. Τώρα, όμως, είναι αργά. Ζηλεύω πάντα τη συνεργασία των μελών ενός συγκροτήματος, το χειροκρότημα που εισπράττει κανείς βγαίνοντας στη σκηνή. Είναι κάτι που σου δίνει μεγάλη δύναμη, χώρια που μπορείς να γράψεις ένα τραγούδι μέσα σε πέντε λεπτά, κάτι που φυσικά είναι αδύνατο να συμβεί με ένα μυθιστόρημα. Θα ήθελα, ωστόσο, να συνεργαστώ με τον Duncan Sheik, που έχει αναλάβει να μεταφέρει το «American Psycho» ως μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ, αλλά δεν δέχτηκε. Ξέρω ότι ασχολείται μ' αυτό το θέμα εδώ και πέντε χρόνια, μα δεν έχω ιδέα πότε θα δοθεί η πρεμιέρα του».



Πέρα από την αγάπη τους για τη μουσική υπάρχει ακόμη ένα σημείο στο οποίο ο Nick Hornby και ο Bret Easton Ellis συμφωνούν και δεν είναι άλλο από την αντιπάθειά τους απέναντι στους κριτικούς.


http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=295308