Saturday, February 24, 2007

Αλήθεια #5

Είχα έτοιμη την πέμπτη και φαρμακερή, σχεδόν θανατηφόρα, α-πο-κα-λυ-πτι-κή αλήθεια, αλλά θα περιοριστώ σ' ένα:

Who cares?

Αλήθεια #4

Με ενοχλούν αφάνταστα οι αθεράπευτοι μαλάκες (δεν είναι δικός μου χαρακτηρισμός, αυτή την προσφώνηση διάλεξαν για να επικοινωνούν μεταξύ τους). Έχω συνειδητοποιήσει εδώ και αρκετό καιρό ότι οι Έλληνες έχουν πρόβλημα με τα ονόματα (όπως άλλωστε και με τα ευχαριστώ / παρακαλώ) και τα χρησιμοποιούν όσο πιο σπάνια γίνεται.

Από τον «σοσιαλισμό» κι έπειτα, μάλιστα, αφού δεν κατάφεραν να τα αντικαταστήσουν με τη λέξη «σύντροφος», καθιέρωσαν αυτή που τους εκφράζει, προφανώς, καλύτερα εξισώνοντας, ισοπεδώνοντας και δηλώνοντας την (αταξική ;) προτίμησή τους (και τη μαλακία τους).

Friday, February 23, 2007

Αλήθεια #3

Εν αντιθέσει με τις διαδόσεις, δεν μετακόμισα στο Βερολίνο για να γίνω γείτονας του David Bowie. Απλά με είχε συνεπάρει το έργο του εκείνης της περιόδου και είχα σιχαθεί τον ελληνικό επαρχιωτισμό. Το έργο του Bowie μετά το 1983 ακολούθησε την κατιούσα, ο ελληνικός επαρχιωτισμός εξακολουθεί να ανθίζει.


foto από το διαμέρισμα της Hauptsrasse 155

Το 1990 ανακάλυψα πως μια φίλη μου έμενε στο διαμέρισμα της Hauptstrasse 155, που παρά τις ανακαινίσεις διατηρούσε πάντα τα δείγματα της ζωγραφικής τέχνης του γιου του, Zowie, σε μια από τις πόρτες. Την ίδια περίπου εποχή διαπίστωσα πως ήμουν γείτονας του Mick Harvey.

Thursday, February 22, 2007

Αλήθεια #2

Θυμάστε τη Μπέσσυ Αργυράκη; Ε, λοιπόν, μέχρι και τα 15 μου ήμουν φανατικός θαυμαστής της και αγόραζα κάθε άλμπουμ της!
Έχω να τ’ ακούσω από τότε.



Τι ακούω ΣΗΜΕΡΑ; «Tones of Town» των Field Music.


Wednesday, February 21, 2007

Αλήθεια #1

Ο πρώτος δίσκος βινυλίου που αγόρασα ήταν το «Φίλοι και Αδελφοί» του Πασχάλη.





Τον αντάλλαξα αργότερα με το «Trespass» των Genesis.



Sunday, February 18, 2007

Scott Walker - 30 Century Man

Ολοκλήρωσα τις φετινές προβολές της Berlinale, λίγο μετά την απονομή των βραβείων (για τα οποία υπάρχουν τόσες ιστοσελίδες που δεν μπαίνω καν στον κόπο να τα αναφέρω) με το SCOTT WALKER – 30 CENTURY MAN, από το πρόγραμμα του Πανοράματος. Στο ντοκιμαντέρ του Stephen Kijak το όνομα του David Bowie, που εμφανίζεται μαζί με πολλούς άλλους θαυμαστές του Walker, φιγουράρει στα credits δίπλα από τις λέξεις executive producer.

Παρακολουθώ τον «ιδιοφυή», «εκκεντρικό», «αινιγματικό» (επίθετα που του αποδίδονται διαρκώς) Scott Walker (ή Engel, όπως είναι το πραγματικό του επώνυμο) και τη σχετική με το άτομό του (παρα)φιλολογία εδώ και αρκετά χρόνια. Οι φήμες τον θέλουν να έχει απορρίψει κατ’ επανάληψη προτάσεις συνεργασίας με τον Brian Eno (που επίσης εμφανίζεται) και τον Bowie, ενώ από την άλλη έχει κάνει παραγωγές σε άλμπουμ της Ute Lemper (Punishing Kiss) και των Pulp (We Love Life) εκπλήσσοντας τους πάντες με τις επιλογές του. Ακόμη και σήμερα το κοινό του καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα - από μεσήλικες νοικοκυρές που ήταν θαυμάστριές του στη δεκαετία του ’60, όταν αποτελούσε μέλος του τρίο The Walker Brothers (δυστυχώς οι άλλοι δύο δεν εμφανίζονται), τραγουδώντας συναισθηματικές μπαλάντες όπως οι «The Sun Ain’t Gonna Shine Anymore» ή «Make It Easy On Yourself» μέχρι οπαδούς της «ανεξάρτητης» μουσικής σκηνής που τον ανακάλυψαν μέσω των ειδώλων τους όπως ο Julian Cope.

Ο καλλιτέχνης (για την ιδιωτική ζωή του δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτε) Scott Walker που βλέπουμε στην οθόνη είναι προσηνής και δεν δίνει επ’ ουδενί την εντύπωση ιδιότροπου χαρακτήρα καθώς η κάμερα τον παρακολουθεί στις ηχογραφήσεις του πρόσφατου άλμπουμ του «The Drift», να εξηγεί στον περκασιονίστα πώς πρέπει να γρονθοκοπεί ένα κομμάτι κρέας προκειμένου να αποδώσει τους ήχους που έχει στο μυαλό του ή να επιχειρεί ο ίδιος να δημιουργήσει ένα ηχητικό τοπίο μετακινώντας έναν άδειο, μεταλλικό σκουπιδοτενεκέ πάνω σ’ έναν ξύλινο κύβο που έχει κατασκευαστεί γι’ αυτόν τον σκοπό.

Εκτός από τους ύμνους μουσικών όπως ο Johnny Marr («οι πρώτες σόλο ηχογραφήσεις του Scott Walker, με τη μελαγχολική διάθεση, είναι τόσο χαρακτηριστικές για την αγγλική ατμόσφαιρα της εποχής, όσο το Day Tripper» ή ο Gavin Friday («ο κόσμος έμαθε τον Jacques Brel χάρη στον Scott Walker») για την επιρροή που άσκησε επάνω τους, στις πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις συγκαταλέγεται και του ενορχηστρωτή των τριών πρώτων σόλο άλμπουμ του Wally Stott που στο μεταξύ, έχοντας υποβληθεί σε εγχείριση φύλου εδώ και 30 χρόνια, ζει στην Αριζόνα ως Angela Morley.

Μετά την προβολή κάποιος μου είπε πως ήθελε να πάει κατ’ ευθείαν σε δισκάδικο. Τον κατάλαβα και τον ζηλεύω. Μπορεί εγώ να έχω όλους τους δίσκους του στο σπίτι μου, αλλά αυτός έχει ν’ ανακαλύψει έναν ολόκληρο κόσμο.


Friday, February 16, 2007

The Hunger

Βρε, βρε, τι καλό που κάνει να διαβάζεις τις φυλλάδες! Ιδού λοιπόν τι μαθαίνουμε από τη σημερινή (15/2) Ελευθεροτυπία: «Η γελοία παρουσίαση της μάχης των Θερμοπυλών συζητήθηκε και στο δείπνο που ο υπουργός Πολιτισμού πρόσφερε, μετά τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας, σε δημοσιογράφους και τους εκπροσώπους του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.»
Όχι μόνο δεν έπεσα έξω, αλλά δικαιώθηκα και με το παραπάνω!
Όμως:
Σε ποιους "πρόσφερε" το δείπνο ο ΥΠΠΟ και πώς; Τυχάρπαστα, από το πηγαδάκι που σχηματίστηκε έξω από το CinemaxX; Επέλεξε κάποιους δημοσιογράφους συγκεκριμένων εντύπων; Με ποια κριτήρια; Είναι εκπρόσωπος της κυβέρνησης ΟΛΩΝ των Ελλήνων ένας τέτοιος ΥΠΠΟ ή απλά των εκλεκτών διαπλεκόμενων και όσων έτυχε να μη φύγουν μετά την προβολή; Ή μήπως ο μπαγάσας το έκανε για να δικαιώσει όσα έγραψα προχθές;

Thursday, February 15, 2007

57η Berlinale - #6

Οι καλές μαλακίστρες θεωρούνταν ανέκαθεν πολύτιμες. Μια τέτοια, αξιοζήλευτη παλάμη που ξέρει να ικανοποιεί το ανδρικό μόριο διαθέτει η Maggie (Marianne Faithfull), η οποία θα πάρει το ψευδώνυμο IRINA PALM εξ αιτίας αυτού του ταλέντου της! Το ανακαλύπτει συμπτωματικά, περνώντας από το Σόχο και βλέποντας ότι σε ένα sex shop ζητάνε «hostess», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει τους πόρους προκειμένου να στείλει τον εγγονό της για θεραπεία στην Αυστραλία. Όταν ο γιος της ανακαλύπτει το μυστικό, γίνεται έξαλλος. Η Μάγκι – Παλάμη, όμως, δεν είναι μια γυναίκα – μελό, του τύπου «αμάρτησα για το εγγόνι μου». Έχει φροντίσει να διακοσμήσει τον χώρο εργασίας της - μια καμπίνα με μια τρύπα, απ’ όπου οι πελάτες της βάζουν τα «πουλιά» τους - και αντιμετωπίζει τη δουλειά της όσο μπορεί πιο επαγγελματικά. Όταν θα αποκαλύψει το μυστικό στον κύκλο της και μια από τις φιλενάδες της βιάζεται να την απορρίψει μέσα από έναν ψευτοκαθωσπρεπισμό, έχει και για τη δική της γούνα… ράμματα.
Παρ’ όλο που ο σκηνοθέτης Sam Garbarski γεννήθηκε στη Γερμανία και ζει πάνω από 35 χρόνια στο Βέλγιο, πρόκειται για μια άκρως αγγλική ταινία που ή έχεις το φλέγμα και την απολαμβάνεις, ή φεύγεις στη μέση. Αν είσαι τίμιος το γράφεις όμως, δεν κάνεις κριτική σαν να την είδες ολόκληρη. Είπαμε, «αν»…
Και κάτι άλλο: οι υπερασπιστές της μιζέριας, θα την δούνε ως «το μόνο που μετράει τελικά στον καπιταλισμό, είναι να έχεις χρήματα!». Αν η χώρα προέλευσης αυτής της συμπαραγωγής Βελγίου/Γερμανίας/Λουξεμβούργου/Βρετανίας/Γαλλίας ήταν λ.χ. το Ιράν (αν θα μπορούσε ασφαλώς), οι ίδιοι οι επικριτές της θα υποστήριζαν το δόγμα «πόσο δεμένη είναι η οικογένεια ανάμεσα σε τρεις γενιές, που η γιαγιά κάνει τα πάντα για τον εγγονό και μάλιστα με αξιοπρέπεια!».



THE WALKER τιτλοφορείται η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του φετινού προέδρου της επιτροπής της Μπερλινάλε Paul Schrader, που προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού. Όταν ο αισθησιασμός που θέλει να αποδώσει στον πρωταγωνιστή του (ο Woody Harrelson ως gay συνοδός πλούσιων κυριών!) δεν προκύπτει ούτε από τον ίδιο αλλά ούτε και από τα ακριβά γούστα του, επιστρατεύεται ο Bryan Ferry (ενίοτε και με τους Roxy Music) για να υποστηρίξει ηχητικά τις σκηνές, ενώ το original score υπογράφει η Anne Dudley. Το καστ είναι όντως εντυπωσιακό (Lauren Bacall, Lily Tomlin, Ned Beatty…) αλλά ούτε οι ατάκες είναι τόσο πρωτότυπες (κι ας ενθουσιάστηκαν ορισμένοι, τόσο ξέρουν), ούτε ο ήπιος, βαθιά πικραμένος περισσότερο παρά επιφανειακά αγανακτισμένος, χαρακτήρας της βασικής φιγούρας αβανταδόρικος.



Οι αδερφοί Vittorio και Paolo Taviani (γεννημένοι το 1929 και 1931 αντίστοιχα) διαλέγουν να εικονογραφήσουν το μυθιστόρημα της Antonia Arslan Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΩΝ, με θέμα την ιστορία μιας αρμενικής οικογένειας κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του λαού τους από τους Τούρκους. Δυστυχώς, πέρα από 2-3 πραγματικά πολύ δυνατές σκηνές, η ταινία είναι απελπιστικά παλιομοδίτικη και παραπέμπει στις κινηματογραφικές εποχές που όλοι οι ηθοποιοί, ανεξαρτήτως προέλευσης, μιλούσαν αγγλικά. Εδώ είναι (κακο)ντουμπλαρισμένοι στα ιταλικά. Μάλλον βιάστηκαν ορισμένοι να τη χαιρετήσουν ως το γεγονός του φεστιβάλ. Και εδώ, όπως και στην ταινία του Schrader, ο Γερμανός Moritz Bleibtreu υποδύεται Τούρκο!
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός πως το τρέχον τεύχος του περιοδικού ΤΙΜΕ (αυτό το κακό και ανθελληνικό περιοδικό που τα είχε βάλει με τον εθνοσωτήρα Ανδρέα Παπανδρέου, θυμάστε;) κυκλοφόρησε με ένα DVD – ντοκουμέντο πάνω στο ίδιο θέμα. Φαίνεται πως ο καιρός ωρίμασε. Να δούμε πότε θα ωριμάσουν και κάποιοι λαοί.

Wednesday, February 14, 2007

Όλη μέρα κοροϊδεύεις και το βράδυ πας και γλείφεις

Δεν μου έχει τύχει, άλλωστε ούτε ποτέ το επεδίωξα, να βλέπω μια ταινία με τον υπουργό πολιτισμού παραδίπλα μου, όπως συνέβη πριν λίγη ώρα με το 300.
Γεγονός είναι πως το φιλμ δεν έγινε καλύτερο (μια σαχλαμάρα και μισή είναι, για μη μπω σε αναλύσεις που θα κινήσουν την περιέργεια και ίσως το βοηθήσει να κόψει δυο εισιτήρια παραπάνω).
Μετά το τέλος, ο ΥΠΠΟ φίλησε την καλή του ξανθιά (Όρνιθες, και αν κάνετε οποιονδήποτε συνειρμό με τις κότες είστε κακοήθεις), αλλά το κλου της βραδιάς ήταν το εξής: ΟΛΟΙ αυτοί που τον κράζουν κατά τη διάρκεια της μέρας, έσπευσαν να τον γλείψουν. Γιατί; Μπας και περισσέψει κανένα ξερο-κόμμα-το; Ή έστω ένα ποτό;
Όχι ότι τους είχα σε καμιά υπόληψη, αλλά μετά την αποψινή αποκάλυψη χάθηκε και η παραμικρή μου υποψία ότι μπορεί να κάνω λάθος.

Για να ξέρετε κι εσείς.

Monday, February 12, 2007

57η Berlinale - #5

Βρισκόμαστε ήδη στα μέσα του φεστιβάλ. Κάποιοι έχουν αρχίσει να κουράζονται από το διαρκές στρίμωγμα για να μπούνε στις αίθουσες και αποφάσισαν να το ρίξουν έξω. Άλλοι αντέχουν. Άλλωστε, τα σχόλια για το επίπεδο των ταινιών, μέχρι στιγμής είναι πιο πάνω από απλά θετικά. Χώρια που έχουμε θαμπωθεί και από σταρ! Robert De Niro, Sharon Stone, Clint Eastwood, Cate Blanchett, Judi Dench… Αύριο αναμένεται η Marianne Faithfull και μεθαύριο η Jennifer Lopez, o Antonio Banderas

Μεταξύ σοβαρού και αστείου κάποιος Αμερικανός δημοσιογράφος πρότεινε στους συμπατριώτες του να φοράνε κονκάρδες κατά του Μπους. Διαφορετικά, σ’ αυτό το «πλέον πολιτικό κινηματογραφικό φεστιβάλ», όπως χαρακτηρίζεται η Berlinale, θα υποφέρουν. Τι τραβάνε κι αυτοί οι Αμερικανοί υπήκοοι χρόνια τώρα! Ο φίλος μου ο Loren που ζει εδώ κάπου 45 χρόνια, όντας αντίθετος με την πολιτική της χώρας του σε πολλά σημεία, έχει κουραστεί να δέχεται επιθέσεις και να λογοδοτεί. Ευτυχώς που υπάρχουν εξιλαστήρια θύματα, γιατί δεν θα μου άρεζε καθόλου να με θεωρούν αφελή για τις φραπελιές, γκαφατζή για το ΑΕΠ του Αλογοσκούφη, τραμπούκο για τα καμώματα του Μιχαλολιάκου, για να αναφερθώ μόνο στην επικαιρότητα…

Εκεί που κάποιοι πήγαν να διαμαρτυρηθούν για τις χαμηλές θερμοκρασίες των τελευταίων ημερών, σήμερα έβγαλε μια εκτυφλωτική λιακάδα που έλειωσε και τα τελευταία απομεινάρια του χιονιού.

Για να πω την καθαρή αλήθεια, δεν θυμάμαι να μου έχει μείνει ούτε μία από τις ταινίες του André Téchiné. Το πιθανότερο είναι να φταίω εγώ και όχι ο Γάλλος σκηνοθέτης. Φοβάμαι δε, ότι μάλλον το ίδιο θα μου συμβεί με το LES TEMOINS (ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ) που εξελίσσεται το 1984-85, μόλις που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του το AIDS.
Ο 20χρονος Μανού που έρχεται στο Παρίσι προς αναζήτηση εργασίας, γνωρίζεται με τον γιατρό Αντριάν που τον συστήνει στο φιλικό του ζευγάρι, Σάρα και Μεχντί, συγγραφέα και αστυνομικό αντίστοιχα, που μόλις απέκτησαν το πρώτο τους παιδί. Σε μια από τις εκδρομές τους ο Μεχντί θα σώσει τον Μανού από πνιγμό και αυτό το περιστατικό θα σταθεί αφορμή για το ξεκίνημα της ερωτικής τους ιστορίας. Λίγο αργότερα θα εμφανιστούν και τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας στον νεαρό…
Η καλύτερη στιγμή της ταινίας για μένα είναι όταν μια πανκ πόρνη χορεύει τραγουδώντας το Marcia Baila (Les Rita Mitsouko) και ίσως είναι και το μόνο αντιπροσωπευτικό δείγμα της εποχής αφού ούτε τα κουρέματα, ούτε τα κοστούμια, αλλά ούτε και τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν σε κάνουν να πιστέψεις ότι βρίσκεσαι πάνω από 20 χρόνια πίσω…



Μη χάσετε με τίποτε το NOTES ON A SCANDAL του Richard Eyre με τη Judi Dench σε έναν εξαιρετικό ρόλο ως λεσβία δασκάλα και την Cate Blanchett ως τη δασκάλα που έχει σχέσεις με έναν ανήλικο μαθητή της. Πολύ περισσότερο από το σεξ, η ταινία είναι μια σπουδή στη μοναξιά και μέχρι που μπορεί να οδηγήσει. Προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο διαγωνιστικό τμήμα (παραλογισμός, ε; Και όμως!) γιατί απλούστατα, είναι… «άπαιχτη»! Δεν χρειάζεται να διαβάσετε τίποτε παραπάνω! Σπεύστε μόλις τη δείτε να παίζεται!



Στο ΠΑΝΟΡΑΜΑ προβλήθηκε το INTERVIEW του Steve Buscemi με πρωταγωνιστές τον ίδιο και την Sienna Miller. Βασίζεται στο ομώνυμο φιλμ του Ολλανδού σκηνοθέτη Theo van Gogh που δολοφονήθηκε από έναν ισλαμιστή, πριν από τέσσερα χρόνια. Τότε είχα την ευκαιρία να το δω στο κανάλι 3 Sat και μου είχε αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις. Η ιστορία αναφέρεται σε έναν πολιτικό δημοσιογράφο που ο αρχισυντάκτης του τον υποβιβάζει στέλνοντάς τον να πάρει συνέντευξη από μία στάρλετ. Προσβεβλημένος, πηγαίνει απροετοίμαστος και βρίσκεται προ πολλών εκπλήξεων, αφού το «θύμα» του δεν είναι τόσο εύκολη λεία όσο νόμιζε. Οπωσδήποτε θεατρική, όπως αναμενόταν, η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ κάνει έστω και έτσι πραγματικότητα το όνειρο του Van Gogh, να γυρίσει τουλάχιστον μία ταινία του στην Αμερική, και βλέπεται με ενδιαφέρον. Θα ακολουθήσουν τα remake άλλων δύο έργων του.

57η Berlinale - #4

Έχουμε δει πολλά δράματα από προτεστάντες σκηνοθέτες που ασχολούνται με τα θέματα της πίστης, του πειρασμού, της αμαρτίας… Τώρα, από την καθολική Ιταλία, μας ήρθε το θρησκευτικό IN MEMORIA DI ME (ή, για τους αγγλομαθείς, IN MEMORY OF MYSELF) του Saverio Costanzo.
Όταν ο Andrea (Christo Jivkov) συλλαμβάνει τον εαυτό του σε φάση υπαρξιακής κρίσης, αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι! Το καινούριο περιβάλλον του δεν διαφέρει πολύ από την χθεσινή ιστορία της CIA! Οι καλόγεροι και όσοι είναι ακόμη μαθητευόμενοι, κυκλοφορούν σαν ζόμπι, θυσιάζουν τα πάντα προκειμένου να υπερασπιστούν την πίστη τους, όπως ακριβώς οι ατζέντηδες τις αξίες τους. Απορρίπτουν τα εγκόσμια αναζητώντας την απώλεια της σάρκας, πιστεύοντας στον εξαγνισμό μέσω της ανιδιοτελούς αγάπης προς τον ύψιστο. Ακόμη και η αλήθεια θυσιάζεται προκειμένου να μην κλονιστεί το κυνήγι της χίμαιρας που έχουν θέσει ως σκοπό της ζωής τους. Ο κίνδυνος του πειρασμού όμως ελλοχεύει. Η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας, της ίδιας της υπόστασης κάποιων δηλαδή, παρουσιάζεται ως αμαρτία.
Η εκκλησία, όταν δεν τα γεννά, φροντίζει να χρησιμοποιήσει τα συμπλέγματα ενοχής προς όφελός της. Πόσοι θα καταφέρουν να σωθούν από τα δίχτυα της;



Το GOODBYE BAFANA του Bille August δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από ένα μνημείο προς τιμήν του Nelson Mandela (Dennis Haysbret), που παρουσιάζεται αψεγάδιαστος στη δίωρη διάρκεια του φιλμ.
Ο Joseph Fiennes που υποδύεται τον φρουρό του στη φυλακή, παρ’ όλο που μεγάλωσε παίζοντας με έναν μαύρο Νοτιοαφρικανό, έχει υιοθετήσει το apartheid όπως και η σύζυγός του, οι συνάδελφοί του και οι σύζυγοι των συναδέλφων τους. Όπως δηλαδή τα τέσσερα εκατομμύρια του λευκού πληθυσμού της Νότιας Αφρικής που διοικούν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια των μαύρων πεπεισμένοι πως οι δεύτεροι είναι τρομοκράτες, έτοιμοι να τους φάνε ζωντανούς.
Η μεταστροφή του γίνεται απότομα, σχεδόν αδικαιολόγητα, όταν μαθαίνει για το μοιραίο δυστύχημα που είχε ο γιος του Μαντέλα. Από εκεί και έπειτα θα προσπαθήσει με τον τρόπο του να τον βοηθήσει.
Θα συγκινήσει τους πολιτικοποιημένους πενηντακάτι αλλά και τους μπερδεμένους σαραντακάτι που θα θυμηθούν την εποχή που από τη μια ξεφύλλιζαν το Face κι από την άλλη χόρευαν το Free Nelson Mandela των Special AKA νομίζοντας πως κάνουν πολιτική πράξη.



Ο πόλεμος δεν έχει χρώμα. Μόνο το αίμα. Κάπως έτσι πρέπει να τον φαντάζεται και ο Clint Eastwood. Όπως και ότι η κτηνωδία είναι ο ίδιος ο πόλεμος που μπορεί να αποκτηνώσει οποιονδήποτε λαμβάνει μέρος. Το ότι αυτή την ταινία, όπως και το σκέλος της αμερικανικής σκοπιάς The Flags Of Our Fathers, την έχει κάνει ρεπουμπλικάνος (ψηφοφόρος του κόμματος του Μπους, δηλαδή) και επελέγη από Αμερικανούς ως υποψήφια για Όσκαρ, θα πρέπει να προβληματίσει πάρα πολύ τους… φιλειρηνικούς Βαλκάνιους που τείνουν να γενικεύουν και μέσα στην ασχετοσύνη τους να τα χώνουν όλα στον ίδιο τορβά. Ας κοιτάξουν και λίγο τα δικά τους ιστορικά χάλια με τα βιβλία του δημοτικού, αλλά και με την καθημερινή τους διαρκώς αυξανόμενη βαρβαρότητα.
(Τελικά, ακόμη και οι κριτικοί που γνωρίζουν το αντικείμενό τους, είναι «λίγοι» για τη δουλειά που κάνουν, αφού από τους περισσότερους λείπει μια διεθνής, προσωπική εμπειρία. Κάποιοι - βαθιά χωμένοι στις κερκίδες του Καραϊσκάκη - νομίζουν ακόμη πως η Γερμανία κυβερνάται από τους Nαζί. Επειδή είμαι βέβαιος πως κρίνουν εξ ιδίων, μάλλον τη StaSi πρέπει να εννοούν.)
Το LETTERS FROM IWO JIMA είναι η γιαπωνέζικη ματιά στη μάχη που διεξήχθη σ’ αυτό το νησί του Ειρηνικού (τι ειρωνικό, αλήθεια, το όνομα) Ωκεανού, και κατά την ταπεινή μου γνώμη αρκετά ανώτερο από τις «Σημαίες». Εκείνο το θεώρησα αρκετά φιλόδοξο αφού έδειξε πως ήθελε να καλύψει διάφορα θέματα (ρατσισμό, κοινωνική εκμετάλλευση, οικογενειακές σχέσεις...) με αποτέλεσμα να μην πετύχει σε όλα. Τα πιο κλειστοφοβικά «Γράμματα» εστιάζουν στην προετοιμασία του ιαπωνικού στρατού για τον πόλεμο μέσα σε σκοτεινά τούνελ, στα εσωτερικά προβλήματά του με έμφαση στους διαφορετικούς χαρακτήρες, και στο αιματοκύλισμα.
Με τα δύο αυτά βίαια φιλμ, ο Eastwood καταφέρνει, δίχως διδαχές, να καταδικάσει τον κάθε πόλεμο. Κάθε που τίθεται αυτό το θέμα μου έρχονται στον νου τα λόγια της πολύ καλής Γερμανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτιδας Katharina Talbach σε ένα talk show, που τα απευθύνω προς όλους τους πασιφιστές του καφενείου, του καναπέ και της τηλεορασούλας: «Κάθε μάνα που στέλνει το παιδί της στον στρατό είναι εγκληματίας!»



Στο ΠΑΝΟΡΑΜΑ προβλήθηκε το 2 DAYS IN PARIS της πολύ ταλαντούχας Julie Delpy. Αν σας άρεσαν τα Before Sunrise / Before Sunset μη χάσετε την ευκαιρία να περάσετε… δυο μέρες στο Παρίσι με τη σκηνοθέτιδα – σεναριογράφο – πρωταγωνίστρια – μοντέρ και συνθέτη της ομώνυμης ταινίας! Η Marion (Delpy) με τον Αμερικανό σύζυγό της Jack (Adam Goldberg), όταν δεν κυκλοφορούν στη γαλλική πρωτεύουσα ή δεν συναντούν παλιούς της έρωτες, μένουν στο πατρικό της (οι πραγματικοί γονείς της Marie Pillet και Albert Delpy υποδύονται τους ρόλους της μητέρας και του πατέρα της) και με μια μοναδική χάρη και φρεσκάδα δεν αφήνουν το παραμικρό κλισέ που αφορά τις γαλλο-αμερικανικές σχέσεις αλλά και προκαταλήψεις να πάει χαμένο αδιαπραγμάτευτο!

Sunday, February 11, 2007

57η Berlinale - #3

Το πρωί έπεσε η θερμοκρασία. Δεν μπορούσες να διακρίνεις ποια μάγουλα είχαν κοκκινίσει από το κρύο και ποια από το αλκοόλ. Μόνο από τα μάτια. Μα ποιος κοιτάει στις μέρες μας τους άλλους στα μάτια; Ποιος αντέχει;
Σίγουρα όχι οι συγχισμένοι σταλινικοί, που αν είχαν τον στοιχειώδη, κοινό νου θα καταλάβαιναν πως αυτά που λένε δεν συμβαδίζουν μ’ αυτά που γράφουν. Ούτε αυτά που πιστεύουν με το lifestyle τους!

Οι απόψεις τους παραμένουν ΠΡΑΒΔΑ και τις κρύβουνε με PRADA!

Κι από τα πρόβατα στον… καλό βοσκό.
Όπως σε προηγούμενες δεκαετίες η μόδα ήθελε τις ταινίες να ξεκινάνε από το τέλος και η όλη ιστορία να μην είναι παρά μια αναδρομή προκειμένου να φτάσουμε στην… έκβαση, έτσι τώρα φαίνεται πως κανένας δεν είναι ικανοποιημένος από μια γραμμική αφήγηση με αρχή, μέση, τέλος. Η αφήγηση γίνεται με διαρκή φλας μπακ σε προγενέστερα χρονικά σημεία και από εκεί στα επόμενα πριν επιστρέψει στα προηγούμενα… Έτσι εξελίσσεται το La Vie en rose, έτσι και το Good Shepherd, η ιστορία της ίδρυσης της ιδιαίτερα οικείας και αγαπητής στους Έλληνες, Σία. «Γιατί δεν βάζουμε το άρθρο ‘the’ πριν από τη λέξη αναρωτιέται ένας από τους χαρακτήρες, για να απαντήσει με την ερώτηση: το βάζουμε πριν από το ‘God’;». Η ταινία ξεκινάει με ένα θολό, χοντρόκοκκο οπτικοακουστικό στιγμιότυπο που θα αποσαφηνιστεί στη διάρκεια. Ένα ζευγάρι κάνει έρωτα και η γυναίκα επιμένει πως όποιοι αγαπούν δεν έχουν μυστικά. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος του Καλού Βοσκού, όπου οικογένειες διαλύονται, εραστές δολοφονούνται, παρεξηγημένοι αυτοκτονούν…, κρεμιέται από μυστικά. Ο Matt Damon υποδύεται τον έτοιμο να θυσιάσει το… ποίμνιό του, ευφυή φοιτητή που θα επιλεγεί για να στελεχώσει το Γραφείο των Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS) και αργότερα τη CIA ως ένας από τους πρώτους πράκτορές της. Με λιτά εκφραστικά μέσα καταφέρνει να αποδώσει έναν χαρακτήρα που πιστεύει στις αμερικανικές αξίες και τις υπερασπίζεται. Αντίθετα, λιγότερο πειστικός είναι όταν τον βλέπουμε να μοιάζει με μεγάλο αδερφό πλάι στον ενήλικο γιο του… Για άλλη μια φορά θα χρησιμοποιηθεί η ιστορία της αποτυχημένης αμερικανικής απόβασης στην Κούβα το 1961 και δεν ξέρω πόσοι θεατές θα αντέξουν ένα τρίωρο σχεδόν φιλμ που ενώ φιλοδοξεί να είναι ένα δυναμικό πολιτικό θρίλερ, καταλήγει να ασχολείται περισσότερο με τις μοίρες, όχι απαραίτητα συναρπαστικών ανθρώπων.

Στη δεύτερη αυτή σκηνοθετική δουλειά του Robert De Niro, μετά το Bronx Tale (1993), επιστρέφει και ο Joe Pesci ύστερα από οκτώ χρόνια κινηματογραφικής απουσίας.

Saturday, February 10, 2007

The Good German Shepherd

57η Berlinale - #2

Ο απόηχος της χθεσινής πρεμιέρας δίχασε τους κριτικούς. Βγάζω το συμπέρασμα - ακούγοντας τα σχόλια και διαβάζοντας κάποιες «κριτικές» - πως όσο πιο άσχετος είσαι τόσο πιο πολύ σου αρέσει το La Vie en rose.

Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι πέρασαν απαρατήρητα τα εξής:

Το γεγονός ότι η Marion Cotillard είναι σχεδόν δίμετρη για τα δεδομένα της μικροκαμωμένης Εντίτ Πιαφ που ενσαρκώνει.

Το ότι εξυψώθηκε τόσο η ερμηνεία της ενώ στοιχειώδεις γνώσεις φωνητικής «κραυγάζουν» πως συχνά στα γκρο πλαν, την ώρα που ακούγεται το χαρακτηριστικό βιμπράτο της Πιαφ, η γλώσσα της Κοτιγιάρ είναι σε λάθος σημείο, αδύνατο να αναπαράγει αυτό που ακούγεται.

Ότι συνθέτες και προσωπικότητες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καριέρα αλλά και στη ζωή της (Σαρλ Αζναβούρ, Ζορζ Μουστακί, Ντιουκ Έλινγκτον, Μορίς Σεβαλιέ, Ζαν Κοκτό, Τεό Σαγκαπό…) κάνουν ένα φευγαλέο, σχεδόν ανεκδοτολογικό πέρασμα κι ας διαρκεί το φιλμ 140 ολόκληρα λεπτά! Το ότι η δραματουργία αιχμαλωτίζεται σε μικρά επεισόδια (δυο προτάσεις για τραγούδια με τους άγνωστους συνθέτες τους να έρχονται κρατώντας τις νότες υπό μάλης και να τα παρουσιάζουν παίζοντας πιάνο, τη συνάντηση με τη Ντίτριχ, τον αγώνα μποξ του Σερντάν…) δεν δικαιολογεί βέβαια την πλήρη αποσιώπηση του γεγονότος ότι η Πιαφ έμεινε στο Παρίσι καθ’ όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δίνοντας συναυλίες για αιχμαλώτους πολέμου και βοήθησε αρκετούς από αυτούς να δραπετεύσουν φροντίζοντας να τους χορηγηθούν πλαστές άδειες εργασίας.

Ίσως δεν είναι τυχαίο πως αυτοί που συγκινήθηκαν συνέκριναν το προσωπικό δράμα της τραγουδίστριας με τα δράματα των ροκ σταρ της δεκαετίας του ’60 και του ’70 (μιας μεταγενέστερης εποχής δηλαδή) αντί για την προφανέστερη και παραπλήσια περίπτωση της Billie Holiday. Το ότι χρησιμοποιούν τα λίγα που ξέρουν (σχετικά, άσχετα και πάντα αυθαίρετα) δεν δικαιώνει τη σύγκριση.


O ANO EM QUE MEUS PAIS SAIRAM DE FERIAS

Ο τίτλος μεταφράζεται ως «Τη Χρονιά Που Οι Γονείς Μου Έκαναν Διακοπές» και αυτή είναι η δικαιολογία που δίνουν στον μικρό Μάουρο ο εβραίος πατέρας και η καθολική μητέρα του, καθώς τον αφήνουν με τον παππού του να παρακολουθήσει τους αγώνες γα το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου στο Μεξικό, το 1970, που θα κερδίσει η Βραζιλία. Όμως ο παππούς θα πεθάνει και ο μικρός θα βρεθεί «υιοθετημένος» από την εβραϊκή κοινότητα μιας περιοχής του Σάο Πάολο. Οι φιλίες που αναπτύσσονται παράλληλα με την αναμετάδοση των αγώνων από την τηλεόραση, τον βοηθούν να ξεχάσει την αβεβαιότητα της καθημερινότητας που βιώνει καθώς η δικτατορία της χώρας εδραιώνεται.

Το πολύ καλό φιλμ του Cao Hamburger ρούμπωσε ακόμη και τους πρώην (;) σταλινιστές, αντισημίτες Έλληνες που κατάπιαν τη γλώσσα τους.


THE GOOD GERMAN

Περίμενα μια πολύ μέτρια έως κακή ταινία όταν μπήκα στο Good German, αλλά ευτυχώς δεν δικαιώθηκα. Η εισαγωγή με προϊδέασε για ένα καλό, πολεμικό θρίλερ, η ατμόσφαιρα ιδανική (η πιο απτή Ιστορία διδάσκεται στον τόπο που διαδραματίστηκε) αφού το φεστιβάλ διεξάγεται ακριβώς στην Potsdamer Platz που βλέπουμε βομβαρδισμένη στην αρχή της ταινίας, ενώ στην άλλη άκρη της πόλης εξακολουθεί να βρίσκεται το ξενοδοχείο Sizilienhof, όπου ο Στάλιν, ο Τρούμαν και ο Τσέρτσιλ υπέγραψαν τη συνθήκη του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίζοντας ουσιαστικά την υφήλιο.

Επανέρχομαι στο φιλμ. Μπορεί η εξέλιξη να μην πλάθει την πιο συναρπαστική ιστορία που έχετε δει ποτέ στο σινεμά (απέχει πολύ, πάρα πολύ για κάτι τέτοιο), αλλά στη διάρκεια των 108’ βλέπεις ηθοποιούς (George Clooney, Cate Blanchett, Tobey Maguire, Beau Bridges…) να κάνουν καλά τη δουλειά τους, ενδιαφέρουσα (χωρίς να καινοτομεί) φωτογραφία, σκηνικά που αναπλάθουν πιστά το Βερολίνο του 1945, ακούς σπουδαία μουσική (Thomas Newman) στο ύφος της ατμόσφαιρας των φιλμ του ’40 που θέλησε να αναβιώσει ο Steven Soderbergh, με λίγα λόγια χολιγουντιανό επαγγελματισμό.

Όσοι παθαίνουν αλλεργία στο άκουσμα της λέξης Hollywood (στην Ελλάδα πολλοί θεωρούν κακό και τον επαγγελματισμό), δεν χρειάζεται να πλησιάσουν καν κοντά σε κινηματογράφο που προβάλλει το Good German. Όσοι, όμως, πηγαίνουν στο σινεμά για να ψυχαγωγηθούν δίχως να προσβάλλεται η νοημοσύνη τους, ας σπεύσουν.

Friday, February 09, 2007

57η Berlinale - #1

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, παρά τον εξαιρετικά ήπιο χειμώνα, με την έναρξη της Berlinale χιόνισε! Αν αυτό το φαινόμενο παρατηρούταν στην Ελλάδα, θα μιλούσαν για θαύμα, αφού το θαυμαστό επίπεδο της παιδείας, για το οποίο αγωνίζονται σχετικοί και άσχετοι προκειμένου να παραμείνει ως έχει, έτσι τους μαθαίνει να σκέφτονται… Αλλά ο διαβόητος ελληνοχριστιανικός μπαξές έχει κι άλλα φρούτα. Χθες, καθώς συζητούσα με Έλληνα δημοσιογράφο που ζει στο Βερολίνο, τον πλησίασε ένας γνωστός του και του ζήτησε ούτε λίγο ούτε πολύ, ρουσφέτι! «Δικέ μου, πώς θα γίνει να μας βγάλεις καμιά κάρτα;». Ήθελε ο κερατάς σώνει και καλά να χρησιμοποιήσει τη γνωριμία του προκειμένου να του εκδοθεί δημοσιογραφική ταυτότητα για να μπαίνει τζάμπα στις προβολές! Όχι πως οι Έλληνες έγιναν αίφνης απατεώνες - ανέκαθεν ήταν, αλλά δεν το διατυμπάνιζαν κιόλας μπροστά σε άγνωστους! Συν τω χρόνω εκφράζονται όλο και πιο απροκάλυπτα. Έξοχα! Κάποιοι φοβήθηκαν τον εκσυγχρονισμό και αποφάσισαν να επιστρέψουν επιθετικά στις παλιές αξίες του τόπου. Ας καμαρώνουν τα επιτεύγματά τους. Παρεμπιπτόντως, οι ελληνικές συμμετοχές απουσιάζουν για δεύτερη συνεχή χρονιά!

Αλλά κι εδώ, στα βόρεια, τα τελευταία χρόνια γίνομαι μάρτυρας ενός φαινομένου που ονομάζω «Βαλκανιοποίηση της Γερμανίας». Πρώτη μέρα του φεστιβάλ κι ακόμη στήνονται κάποιοι πάγκοι, μέρος του υλικού που διανέμεται στους δημοσιογράφους αναμένεται από ώρα σε ώρα… Οι εργασίες σε κάποιους σταθμούς της U-bahn (μετρό) δυσκολεύουν και επιβραδύνουν τις μετακινήσεις, καθώς πρέπει να κατεβαίνεις και να αλλάζεις τρένα. Και φυσικά, όλοι διαμαρτύρονται για την αύξηση των τιμών.

Όταν, πριν από 17 χρόνια, είχα πρωταρχίσει να καλύπτω τον θεσμό, το δημοσιογραφικό πάσο ήταν δωρεάν (φέτος κοστίζει 40 €), και εκτός από τις προβολές σου έδινε το δικαίωμα να χρησιμοποιείς κατά βούληση τα μαζικά μέσα συγκοινωνίας (φέτος μια απλή διαδρομή με το λεωφορείο ή το μετρό κοστίζει 2,10 €)…

Το φεστιβάλ ξεκίνησε με το La Môme ή La Vie en rose του Olivier Dahan με πρωταγωνίστρια τη Marion Cotillard. Πρόκειται για την πολυτάραχη ζωή της Εντίτ Πιαφ (και είναι επιτέλους καιρός οι… γαλλόφιλοι Έλληνες να πάψουν να προφέρουν όλα τα ονόματα με… αμερικάνικο τρόπο). Η ταινία ξεκινάει με μία από τις τελευταίες ζωντανές εμφανίσεις της σπουδαίας τραγουδίστριας, το 1959 στη Νέα Υόρκη, λίγο πριν σωριαστεί στη σκηνή. Από εκεί κι έπειτα έχουμε αλλεπάλληλα flash back στην παιδική ηλικία (βλέπουμε την πρωταγωνίστρια σε ηλικία 5 και 10 ετών), αλλά και στα πρώτα καλλιτεχνικά βήματά της. Σ’ αυτή τη μη γραμμική αφήγηση ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος εστιάζει περισσότερο στα προβλήματα υγείας, στη δεισιδαιμονία της και στον μεγάλο έρωτά της για τον μποξέρ Marcel Cerdan, επαναλαμβάνοντας σκηνές και δίνοντας βαρύτητα σε περιστατικά όπως ή συνάντηση της Πιαφ με τη Μαρλένε Ντίτριχ σ’ ένα εστιατόριο της Νέας Υόρκης και ένας αγώνας μποξ του Σερντάν. Ευτυχώς υπάρχουν τα σπουδαία τραγούδια με τις απαράμιλλες αυθεντικές ερμηνείες.



Πρόλαβα να πάω και στη συναυλία των The Good, The Bad & The Queen. Εντυπώσεις εν καιρώ…

Wednesday, February 07, 2007

The Fratellis

Ερώτηση: Πότε ήταν η τελευταία φορά που τα μέλη κάποιου συγκροτήματος υιοθέτησαν ένα κοινό όνομα προκαλώντας αίσθηση στη μουσική σκηνή;
Απάντηση όχλου: RA-MO-NES!!!
Μάλιστα! Σαν να λέμε, δηλαδή, πριν από τριάντα και βάλε χρόνια… Οι Ramones, που διαλύθηκαν επίσημα το 1996…
Ο Jon, o Barry και ο Mince από τη Γλασκώβη διάλεξαν το όνομά τους (που, για όσους δεν γνωρίζουν, στα ιταλικά σημαίνει «αδέρφια») από τη συμμορία στην αγαπημένη τους ταινία The Goonies (πόσοι άραγε θυμούνται τη Cyndi Lauper να ωρύεται στο «The Goonies ‘R’ Good Enough»;) έδωσαν την πρώτη τους συναυλία πριν από δυο χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, και, αν κρίνω από τους στίχους τους, πρέπει να έχουν ένα warhol-ικό φετίχ με τα παπούτσια.




Οι τρεις αδερφοποιτοί βγαίνουν στη σκηνή και ξεκινάνε με το αθυρόστομο κομμάτι που ανοίγει το έξοχο ντεμπούτο τους Costello Music: Henrietta. Όπως είχε συμβεί και στη συναυλία τον Arctic Monkeys τον Νοέμβριο του 2005, έτσι και τώρα, το μικρό κλαμπ είναι φίσκα στους νεαρούς Βρετανούς που χοροπηδάνε τραγουδώντας. Παρά τις τελευταίες φήμες που τους θέλουν να πετάνε στον αέρα το 1/5 του περιεχομένου, πίνουν όλη τη μπίρα που έχουν στο ποτήρι τους! Μαζί τους ξεσηκώνονται όλοι στο Cuntry (προσέξτε την ορθογραφία) Boys & City Girls.
Ο Mince παίζει τόσο δυνατά (κάποιοι θα διαμαρτυρηθούν στο τέλος ότι η υπερβολική ένταση απέφερε μια θολή μίξη, αλλά όχι εκεί που στεκόμουν εγώ) που ένας roadie αναγκάζεται να σφίξει δυο φορές τα πιατίνια. Ο Barry - που όπως και ο κιθαρίστας / τραγουδιστής φοράει μαύρο μπλουζάκι - κάνει ένα μικρό διάλειμμα για ν’ ανάψει τσιγάρο, κάτι που δεν βλέπεις πλέον συχνά επί σκηνής. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που ο Jon θυμίζει John Lennon, ειδικά όταν κρύβεται πίσω από την κολώνα που έχω στο οπτικό μου πεδίο… Πολλοί τους συγκρίνουν με τους συντοπίτες τους Franz Ferdinand, ειδικά σε κάποιες φάνκ απόπειρές τους, άλλοι με τους Supergrass, όταν όμως διασκευάζουν Goldfrapp (Ooh La La) το κάνουν με τρόπο που παραπέμπει κατ’ ευθείαν στους T. Rex. Άφθονο glam, δίχως τον κίνδυνο να ξεπεταχτούν τα καρό αξεσουάρ των Bay City Rollers, υπάρχει και στο Chelsea Dagger που θυμίζει το Tiger Feet των Mud, ενώ τo Whistle For The Choir φανερώνει βαθιές ρίζες στο music hall. Στο Everybody Knows You Cried Last Night θα φέρουν στο νου τους Clash, στο Flathead τους Violent Femmes. Το θέμα του Third Man κάνει ένα διακριτικό πέρασμα από το Vince The Loveable Stoner, παιγμένο βέβαια σε Telecaster και όχι σε zither…
Συνολικά, μια απολαυστική, γεμάτη νεανικές ορμόνες μουσική βραδιά στην τιμή ενός CD. Φεύγοντας ακούγεται το Sweet Caroline του Neil Diamond, αλλά εγώ έχω κολλήσει στα bara bap bara ra ra ra…


Frannz Club, 5. Feb. 07

Monday, February 05, 2007

Kaiser Chiefs / Brakes

Ο Eamon Hamilton είναι ένας μικροκαμωμένος, αρκετά χαρισματικός τύπος που ξέρει λίγα γερμανικά και τα χρησιμοποιεί με άνεση πάνω στη σκηνή. Ακόμη και φράσεις από βιβλιαράκια για τουρίστες όπως «Πώς μπορώ να πάω στο σταθμό, παρακαλώ;» είναι αρκετές να ενθουσιάσουν το κοινό.



Το συγκρότημα των Brakes - που αποτελείται από δύο μέλη των Electric Soft Parade, ένα από τους Tenderfoot και τον ίδιο από τους British Sea Power - θεωρείται ένα «σούπερ γκρουπ της ανεξάρτητης βρετανικής σκηνής». Παίζουν τραγούδια που η διάρκειά τους συχνά δεν ξεπερνά τα δύο λεπτά θυμίζοντας τους Buzzcocks. Ίσως η κορυφαία στιγμή του 40λεπτου σετ τους να είναι το αφιερωμένο στον Dick Cheney τραγούδι τους με τους στίχους «Cheney, Cheney, Cheney, Cheney… stop being such a dick»! Πριν αποσυρθούν εύχονται καλή διασκέδαση με τους Kaiser Chiefs και λίγο αργότερα εμφανίζονται ανάμεσα στους roadies για να συμμαζέψουν τα υπάρχοντά τους.
Θα περάσει πάνω από μισή ώρα μέχρι να προσαρμοστεί η σκηνή και να κουρδιστούν τα όργανά τους…



Εκτιμώ αφάνταστα τους καλλιτέχνες που ξεκινάνε τις ζωντανές εμφανίσεις τους με την τρέχουσα επιτυχία τους. Θυμάμαι την πρώτη φορά που παρευρέθηκα σε συναυλία της Nina Hagen πώς έμεινα άναυδος όταν άρχισε με το πολύ μεγάλο σουξέ της εκείνη την εποχή Ich weiss, es wird einmal ein Wunder gescheh’n μιμούμενη την Zarah Leander… Ό,τι ρεπερτόριο και να έχεις, δεν είναι εύκολο να κρατήσεις το ενδιαφέρον του κοινού ύστερα από μια τέτοια εισαγωγή. Κι όμως, η Nina, στις μεγάλες δόξες της τότε, τα κατάφερε άνετα.


Φαίνεται πως και οι Kaiser Chiefs θα καταξιωθούν ως ένα από τα καλύτερα σύνολα της γενιάς τους. Μετά το πολύ πετυχημένο άλμπουμ τους Employment και συναυλίες που τους έχουν κάνει να ξεχωρίζουν από τον συρμό, έχουν αποκτήσει φανατικούς οπαδούς και η καινούρια τους δουλειά Yours Truly, Angry Mob είναι από τις πλέον αναμενόμενες της χρονιάς. Προπομπός της είναι το Ruby και μ’ αυτό ξεκινάνε τη βραδιά! Ακόμη πιο τολμηρά, συνεχίζουν με την προπέρσινη μεγάλη επιτυχία τους Everyday I Love You Less And Less. Ο τραγουδιστής Ricky Wilson είναι ένας δυναμικός περφόρμερ που θα ήταν μάλλον πολύ κακός στη χορωδία, αφού συχνά η φωνή του ξεχωρίζει από τα όργανα. Ξέρει να συνεπαίρνει το κοινό με την πρώτη και να το κρατάει υπό τον έλεγχό του όση ώρα βρίσκεται στη σκηνή.
Οι θαυμαστές του περιμένουν από στιγμή σε στιγμή να κάνει το … παραδοσιακό stage diving, αλλά όσο η ώρα περνάει και ο Ricky δεν φαίνεται διατεθειμένος να βουτήξει στο κοινό, κάποιοι από τους θαμώνες αποφασίζουν να τον αντικαταστήσουν. Δυο κορμιά μεταφέρονται πάνω στα χέρια που αφήνουν για λίγο τα κινητά και τις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. «Danke schön», φωνάζει και ζητάει διευκρίνιση: «σημαίνει ‘ευχαριστώ’ ή ‘ευχαριστώ πολύ’;» εισάγοντας έτσι πολύ όμορφα, με τις φωνές που απαντάνε, το Thank You Very Much. «Τα πάντα είναι μέτρια στις μέρες μας, συμφωνείτε;» ρωτάει κάνοντας έμμεσα την αναφορά του σε άλλο ένα καινούριο τραγούδι τους, το Everything Is Average Nowadays, αλλά μάλλον βιάζεται αφού δεν είναι παρά το μεθεπόμενο. Μεσολαβεί το παλιότερο Modern Way.
Κρατώντας πάντα επαφή με το κοινό που συμμετέχει γενναιόδωρα, το κοντσέρτο θα διαρκέσει περίπου μία ώρα. Ακολουθεί το ανκόρ με τα Na Na Na Na Naa και Oh My God, τελειώνοντας μέσα σε ατμόσφαιρα που θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί γιορταστική!


Columbia Club, 3. Feb. 07