Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, παρά τον εξαιρετικά ήπιο χειμώνα, με την έναρξη της Berlinale χιόνισε! Αν αυτό το φαινόμενο παρατηρούταν στην Ελλάδα, θα μιλούσαν για θαύμα, αφού το θαυμαστό επίπεδο της παιδείας, για το οποίο αγωνίζονται σχετικοί και άσχετοι προκειμένου να παραμείνει ως έχει, έτσι τους μαθαίνει να σκέφτονται… Αλλά ο διαβόητος ελληνοχριστιανικός μπαξές έχει κι άλλα φρούτα. Χθες, καθώς συζητούσα με Έλληνα δημοσιογράφο που ζει στο Βερολίνο, τον πλησίασε ένας γνωστός του και του ζήτησε ούτε λίγο ούτε πολύ, ρουσφέτι! «Δικέ μου, πώς θα γίνει να μας βγάλεις καμιά κάρτα;». Ήθελε ο κερατάς σώνει και καλά να χρησιμοποιήσει τη γνωριμία του προκειμένου να του εκδοθεί δημοσιογραφική ταυτότητα για να μπαίνει τζάμπα στις προβολές! Όχι πως οι Έλληνες έγιναν αίφνης απατεώνες - ανέκαθεν ήταν, αλλά δεν το διατυμπάνιζαν κιόλας μπροστά σε άγνωστους! Συν τω χρόνω εκφράζονται όλο και πιο απροκάλυπτα. Έξοχα! Κάποιοι φοβήθηκαν τον εκσυγχρονισμό και αποφάσισαν να επιστρέψουν επιθετικά στις παλιές αξίες του τόπου. Ας καμαρώνουν τα επιτεύγματά τους. Παρεμπιπτόντως, οι ελληνικές συμμετοχές απουσιάζουν για δεύτερη συνεχή χρονιά!
Αλλά κι εδώ, στα βόρεια, τα τελευταία χρόνια γίνομαι μάρτυρας ενός φαινομένου που ονομάζω «Βαλκανιοποίηση της Γερμανίας». Πρώτη μέρα του φεστιβάλ κι ακόμη στήνονται κάποιοι πάγκοι, μέρος του υλικού που διανέμεται στους δημοσιογράφους αναμένεται από ώρα σε ώρα… Οι εργασίες σε κάποιους σταθμούς της U-bahn (μετρό) δυσκολεύουν και επιβραδύνουν τις μετακινήσεις, καθώς πρέπει να κατεβαίνεις και να αλλάζεις τρένα. Και φυσικά, όλοι διαμαρτύρονται για την αύξηση των τιμών.
Όταν, πριν από 17 χρόνια, είχα πρωταρχίσει να καλύπτω τον θεσμό, το δημοσιογραφικό πάσο ήταν δωρεάν (φέτος κοστίζει 40 €), και εκτός από τις προβολές σου έδινε το δικαίωμα να χρησιμοποιείς κατά βούληση τα μαζικά μέσα συγκοινωνίας (φέτος μια απλή διαδρομή με το λεωφορείο ή το μετρό κοστίζει 2,10 €)…
Το φεστιβάλ ξεκίνησε με το La Môme ή La Vie en rose του Olivier Dahan με πρωταγωνίστρια τη Marion Cotillard. Πρόκειται για την πολυτάραχη ζωή της Εντίτ Πιαφ (και είναι επιτέλους καιρός οι… γαλλόφιλοι Έλληνες να πάψουν να προφέρουν όλα τα ονόματα με… αμερικάνικο τρόπο). Η ταινία ξεκινάει με μία από τις τελευταίες ζωντανές εμφανίσεις της σπουδαίας τραγουδίστριας, το 1959 στη Νέα Υόρκη, λίγο πριν σωριαστεί στη σκηνή. Από εκεί κι έπειτα έχουμε αλλεπάλληλα flash back στην παιδική ηλικία (βλέπουμε την πρωταγωνίστρια σε ηλικία 5 και 10 ετών), αλλά και στα πρώτα καλλιτεχνικά βήματά της. Σ’ αυτή τη μη γραμμική αφήγηση ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος εστιάζει περισσότερο στα προβλήματα υγείας, στη δεισιδαιμονία της και στον μεγάλο έρωτά της για τον μποξέρ Marcel Cerdan, επαναλαμβάνοντας σκηνές και δίνοντας βαρύτητα σε περιστατικά όπως ή συνάντηση της Πιαφ με τη Μαρλένε Ντίτριχ σ’ ένα εστιατόριο της Νέας Υόρκης και ένας αγώνας μποξ του Σερντάν. Ευτυχώς υπάρχουν τα σπουδαία τραγούδια με τις απαράμιλλες αυθεντικές ερμηνείες.
Πρόλαβα να πάω και στη συναυλία των The Good, The Bad & The Queen. Εντυπώσεις εν καιρώ…
No comments:
Post a Comment