Γράφει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος
Εκείνη τη μέρα που έτυχε να ταξιδεύει, το πρόβλημα δεν ήταν πλέον η κακοκαιρία στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, αλλά η ομίχλη στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, που πρόσφερε καινούρια αφορμή για γκρίνια.
Είχαν περάσει οι γιορτές με την πρόσκαιρη ανεμελιά και ο κόσμος καταστροφολογούσε πάλι γύρω από το πάγιο θέμα των τελευταίων μηνών: την οικονομική κρίση. Κάποιοι, ωστόσο, την ώρα που οι περισσότεροι επέστρεφαν στις δουλειές τους μετά το τέλος της άδειας, είχαν τη δυνατότητα να ξεκινήσουν ένα ταξιδάκι αναψυχής.
Πήγαινε για πρώτη φορά στο Βερολίνο, αλλά δεν το είχε «σε καμιά εκτίμηση, ουδεμία σχέση με το Παρίσι ή το Αμστερνταμ». Πρέπει να ήταν λίγο κάτω από τα τριάντα, είχε περάσει δηλαδή προ πολλού την εφηβεία που δικαιολογεί πολλά ατοπήματα και, ασφαλώς, απείχε αρκετά από την ηλικία που θα της καταλόγιζες άνοια. Μιλούσε ακατάπαυστα, δυνατά και με στόμφο, δίχως να πτοείται από τα βλέμματα των ενοχλημένων επιβατών γύρω της, έχοντας για ακροατές τρεις συνομήλικούς της, μέλη μιας παρέας που ήταν μοιρασμένη σε δύο διαφορετικές σειρές του αεροπλάνου. Επέμενε με άποψη σε δανεισμένα, αναφομοίωτα γνωμικά και ως λύσεις στα διάφορα προβλήματα είχε ανέφικτες προτάσεις. Λίγο πριν από την προσγείωση διέκοψε τον ειρμό του μονολόγου της και αναφώνησε τρομαγμένη «χιόνια!», εκφράζοντας τον φόβο της πως θα δυσκόλευαν την πρόσβασή της στην αγορά. Πιο κάτω εντόπισε μια παγωμένη λίμνη, μα ύστερα διόρθωσε πως ήταν ποτάμι, και μάλιστα ο Ρήνος! Κάποιος από την παρέα συνοφρυώθηκε, αλλά δεν του άφησε περιθώρια αντίδρασης: «Αφού περνάει από επτά πρωτεύουσες της Ευρώπης, δεν μπορεί, θα περνάει και από το Βερολίνο!», επέμενε αυτή με ύφος επαΐοντος, και φάνηκε πως τον έπεισε. Οι άλλοι δύο, αμέτοχοι και βαριεστημένοι σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, μάλλον δεν είχαν γεωγραφικές ή άλλου είδους ανησυχίες. Υποθέτω πως εννοούσε τον Δούναβη και τις τέσσερις πρωτεύουσες που διασχίζει (Βιέννη, Μπρατισλάβα, Βουδαπέστη, Βελιγράδι) και, πληροφοριακά, αναφέρω πως ο ποταμός που διασχίζει τη γερμανική πρωτεύουσα ονομάζεται Spree.
Παρόμοια αδιαφορία και σε σημεία άγνοια συναντάει κανείς και στο βιβλίο «Das gute alte West-Berlin» («Το παλιό καλό Δυτικό Βερολίνο») του Gunter Brus (Γκίντερ Μπρους), το τρίτο μέρος της βιογραφίας του μετά τα «Die gute alte Zeit» («Ο παλιός καλός καιρός») και «Das gute alte Wien» («Η παλιά καλή Βιέννη»), που κυκλοφόρησαν το 2002 και 2007, αντίστοιχα. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο των 184 σελίδων (πολλές από αυτές καλύπτονται από απλοϊκά σκίτσα), αναρωτιέται κανείς πόσος καιρός πρέπει να περάσει ακόμη μέχρι να παλιώσει η έκφραση «το καινούριο Βερολίνο». Είναι πασίγνωστο ότι από τον Νοέμβριο του 1989 έπαψε να υφίσταται το Τείχος που το χώριζε στα δύο και ότι από τον Οκτώβριο του 1990, που πραγματοποιήθηκε η πολιτική ένωση των Γερμανιών, το Βερολίνο δεν είναι πλέον η πόλη στην οποία μετακόμιζαν όσοι Δυτικογερμανοί αρνούνταν να υπηρετήσουν στον στρατό, ενώ παράλληλα με την εξαφάνιση της Ανατολικής Γερμανίας κόπηκαν οι επιχορηγήσεις και τα επιδόματα που λίπαιναν το έδαφός του, καθιστώντας το γόνιμο για την ανάπτυξη κάθε υποκουλτούρας. Αν και έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια, εμφανίζονται διαρκώς βιβλία που, στην πλειονότητά τους, καταπιάνονται με το παρελθόν νοσταλγώντας (κυρίως) τα φτηνά ενοίκια και την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα. Σπάνια γίνεται λόγος στις σελίδες τους για το γεγονός πως αν ήθελες να πας από το Δ. Βερολίνο στο Αμβούργο, λόγου χάριν, μια απόσταση δύο ωρών με το αυτοκίνητο, συχνά χρειαζόσουν άλλες τόσες ώρες αναμονής στα σύνορα, θύμα της διάθεσης του εκάστοτε Ανατολικογερμανού φρουρού-ελεγκτή διαβατηρίων.
Ο γεννημένος το 1938 αυστριακός καλλιτέχνης Gunter Brus είναι ένας από τους τέσσερις ιδρυτές του Βιεννέζικου Ακτιβισμού, ένα κίνημα που στις αρχές της δεκαετίας του '60 αποσκοπούσε να περιφρονήσει τις κοινωνικές συμβάσεις και τα ταμπού, στηλιτεύοντας τη φασιστική νοοτροπία που επικρατούσε ακόμη σε στρώματα της αυστριακής κοινωνίας. Το 1968 καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση, αφού κατά τη διάρκεια μιας περφόρμανς ούρησε σε ένα ποτήρι, πίνοντας αργότερα το περιεχόμενό του, και κάλυψε το σώμα του με τα περιττώματά του τραγουδώντας ταυτόχρονα τον αυστριακό εθνικό ύμνο, αυνανιζόμενος. Προκειμένου να αποφύγει την έκτιση της ποινής δραπέτευσε με την οικογένειά του στο Δ. Βερολίνο, για να επιστρέψει στην πατρίδα του ύστερα από εφτά χρόνια, ενώ το 1996 τιμήθηκε με το μεγάλο αυστριακό κρατικό βραβείο που απονέμεται σε εικαστικούς καλλιτέχνες και συνοδεύεται από 30.000 ευρώ.
Στο πρόσφατο βιβλίο του, λοιπόν, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Jung und Jung ασχολείται με εκείνη την εποχή των αρχών της δεκαετίας του '70 αμφισβητώντας την ύπαρξη της καλλιτεχνικής κίνησης στην πόλη και ισχυριζόμενος πως ακόμη και αν υπήρχε, ο ίδιος δεν συμμετείχε ποτέ σ' αυτήν. «Πήγαινα μόνο στις δικές μου εκθέσεις και έδειχνα πεισματική αδιαφορία για οτιδήποτε άλλο συνέβαινε», δηλώνει. Η αδιαφορία αυτή γίνεται αντιληπτή σε πολλές σελίδες, αφού αναφέρει γνωστά και τετριμμένα περιστατικά, όπως τη γυμνή εμφάνιση της Uschi Obermaier (μοντέλο, ηθοποιός και σύμβολο του σεξ για τη γενιά του '68, της οποίας υπήρξε ενεργό μέλος) στην Kommune 1, τα ξενύχτια στο μπαρ Zwiebelfisch στη Savigny Platz και τους διάφορους συμπατριώτες του που φαίνεται πως τελικά άφησαν εποχή περισσότερο ως γαστρονόμοι παρά ως καλλιτέχνες. Πράγματι, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πολλοί ισχυρίζονται πως η μεγαλύτερη συμβολή των αυστριακών καλλιτεχνών εκείνης της γενιάς στο Βερολίνο υπήρξε η κουζίνα της χώρας τους! Ο Oswald -Ossi- Wiener ήταν ο ιδιοκτήτης του μυθικού εστιατορίου «Exil» στην Paul-Lincke-Ufer 44a, που δεν υπάρχει πια, ενώ ο διάδοχός του, το Paris Bar, παρά τη χρεοκοπία του το 2005, κατάφερε να αναγεννηθεί με τη βοήθεια επενδυτών. Στο πρώτο ήταν που τέσσερις από αυτούς τους «εξόριστους» ίδρυσαν την «Αυστριακή Εξόριστη Κυβέρνηση», ενώ στο μεταξύ ένας από τους ιδιοκτήτες του δεύτερου επιμελήθηκε το βιβλίο-ντοκουμέντο του θρυλικού εστιατορίου στην Kantstrasse 152.
Ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση του άφησαν οι επισκέψεις του στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου οι κρατικοί υπάλληλοι του θύμιζαν τους ναζί και γράφει, αρκετά φιλάρεσκα, σχεδόν κενόδοξα, «δεν μπορώ να φανταστώ τι θα καταφέρναμε εγώ και η παρέα μου με τις αναρχικές μας απόψεις, αν μέναμε εκεί». Αντιθέτως, «στο Δυτικό Βερολίνο αισθανόμουν πάντα ιδιαίτερα οικεία, ειδικά όταν χαμένος στις σκέψεις μου περπατούσα σε δρόμους με ακακίες, που μ' έκαναν να μη νοσταλγώ καθόλου τη Βιέννη». Παρακάτω, ωστόσο, απορεί με την έλλειψη δρόμων με ονόματα καλλιτεχνών που έμεναν σε κάποιον από αυτούς έστω και για λίγο διάστημα, σαν να ήθελε ο ίδιος να είναι ένας από αυτούς.
Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα βιβλίο τόσο περιττό όσο και οι παρωχημένες απόψεις ενός ανθρώπου που μιλάει για πράγματα που δεν είναι σε θέση να γνωρίζει και συχνά αυτοαναιρείται μέσα σε λίγες αράδες.
Είναι χρήσιμο και συχνά απαραίτητο να μαθαίνει κανείς την ιστορία μιας πόλης που επισκέπτεται, πολύ περισσότερο όταν σκοπεύει να ζήσει σ' αυτή σπουδάζοντας ή δουλεύοντας. Ευτυχώς υπάρχουν πολύ καλύτερα βιβλία γι' αυτόν το σκοπό, που σίγουρα θα αναζητήσουν και θα βρουν όσοι ενδιαφέρονται και που σίγουρα δεν ανήκουν στην κατηγορία της συνταξιδιώτισσας... *
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=256700
No comments:
Post a Comment