Friday, December 24, 2010

Όταν Έρχονται τα Σύννεφα

Μεταδίδει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

Τα τελευταία χρόνια δεν ακούω σχεδόν ποτέ γερμανικά κατεβαίνοντας από το σπίτι μου. Ο υπαίθριος μανάβης στον πεζόδρομο και οι υπάλληλοί του είναι Τούρκοι, οι συνταξιούχοι στα καφέ, Ρώσοι, Πορτογάλοι, Ελληνες. Παρακάτω, ανάμεσα στα αραβικά κομμωτήρια και τα κινεζικά εστιατόρια, ξεπροβάλλει ένα γιαπωνέζικο βιβλιοπωλείο.
Περπατώντας δίχως να κατανοείς τις γλώσσες γύρω σου, έχεις το πλεονέκτημα ότι η προσοχή σου δεν αποσπάται εύκολα από τις όποιες σκέψεις σου. Το μειονέκτημα έγκειται, ίσως, στο ότι η μοναξιά βιώνεται πιο έντονα.

Στο μετρό οι φωνές προέρχονται από Ιταλούς, Ισπανούς, Αμερικανούς, Ελληνες νεαρούς φοιτητές που ψάχνουν κατάλυμα, γεμάτοι ενθουσιασμό για ζωή, ανταλλάσσοντας απόψεις και εμπειρίες. Οι Γερμανοί, ίσως επειδή μιλάνε χαμηλόφωνα, ακούγονται σπάνια. Οι περισσότεροι μοναχικοί επιβάτες είναι αφοσιωμένοι στην εφημερίδα τους ή τη μουσική που παίζει το iPod τους. Ελάχιστα βλέμματα διασταυρώνονται, κανείς δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για την παραμικρή επαφή.

Κι όμως, ο κόσμος ζει, δουλεύει, διασκεδάζει, ερωτεύεται. Οπως συμβαίνει παντού, άλλωστε. Ισως, τελικά, αυτό το περιβάλλον σε κάνει να ασχολείσαι με τα πραγματικά ουσιαστικά θέματα της ζωής, απερίσπαστος από παντός είδους παράσιτα. Τον τελευταίο καιρό, εξάλλου, παρατηρείται εκ νέου μια έντονη κινητικότητα στον χώρο της Τέχνης. Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς, οι μουσικοί, οι εικαστικοί καλλιτέχνες -«Οποιον συναντώ τα βράδια είναι είτε γραφίστας είτε ντισκ τζόκεϊ», ισχυρίζεται μια φίλη- που μετακομίζουν στο Βερολίνο για να δημιουργήσουν, καθιστώντας την πόλη πρωταγωνιστή στο έργο τους. «Το Βερολίνο πατάει σταθερά και με τα δυο πόδια στον 21ο αιώνα», ισχυρίζεται ο Michael Stipe των R.Ε.Μ., που το καλοκαίρι ηχογραφούσαν στα περίφημα στούντιο Hansa, εκεί όπου ο David Bowie είχε ηχογραφήσει το Heroes (1977), στο απόγειο μιας κλειστοφοβικής γοητείας, και οι U2 το Achtung Baby (1991) στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής, με την πεποίθηση ότι όλα ήταν δυνατόν να συμβούν.

Είκοσι ένα χρόνια μετά την πτώση του τείχους και είκοσι από την ενοποίηση της Γερμανίας, η ενιαία πλέον πρωτεύουσα της χώρας καταφέρνει να παραμένει στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Με την ανεργία να υπολογίζεται στα 13% «το φτωχό, αλλά σέξι Βερολίνο», σύμφωνα με τη δημοφιλή δήλωση του δημάρχου Κλάους Βόβεραϊτ, έχει κατορθώσει να αντισταθμίσει επιδέξια την οικονομική κρίση με την πολιτισμική παραγωγή, σε μια χώρα που θεωρείται ο κινητήριος οικονομικός μοχλός της Ε.Ε. Με τα ενοίκια να παραμένουν σχετικά χαμηλά, εξακολουθεί να αποτελεί πόλο έλξης για ολοένα αυξανόμενο αριθμό νέων ανθρώπων με όρεξη για δημιουργία και ζωή σ' έναν χώρο απελευθερωμένο από τα «πρέπει» πολλών άλλων πόλεων. Ο τόπος τούς επιτρέπει να ζήσουν το μποέμ όνειρό τους, όχι μόνον υπαρξιακά, αλλά και από άποψη ευρυχωρίας, αφού η πόλη εξακολουθεί να έχει ένα εκατομμύριο λιγότερους κατοίκους: 3,5 εκατ. συγκριτικά με τα 4,4 εκατ. της προπολεμικής περιόδου. Για τους περισσότερους από αυτούς και μόνον το ότι κυκλοφορούν σε ένα περιβάλλον που φιλοξενεί ενδιαφέρουσες συναυλίες, αναρίθμητες εκθέσεις ζωγραφικής και έχουν πρόσβαση σε χώρους όπου μπορούν να απολαύσουν καλό φαγητό και ποτό δίχως να ξοδέψουν το εβδομαδιαίο εισόδημά τους, αρκεί για να τους ανεβάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο δημιουργικότητας.

Στον τομέα της λογοτεχνίας, ένα από τα πολλά βιβλία που όχι μόνο γράφτηκαν στο Βερολίνο τους τελευταίους μήνες, αλλά αναφέρονται και σ' αυτό είναι το Book of Clouds (Το Βιβλίο των Σύννεφων) της Chloe Aridjis. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δοκίμιο μεταμφιεσμένο σε μυθιστόρημα, αφού η πρόθεση της συγγραφέως φαίνεται να είναι η έκθεση των δυσάρεστων επιπέδων της βερολινέζικης ιστορίας, όταν αυτά παύουν να είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού, παρά η μυθοπλασία. Στο ξεκίνημα του στοχασμού της παρουσιάζει την ηρωίδα της, την εσωστρεφή και μοναχική Τατιάνα, να ζει στο Βερολίνο τα τελευταία πέντε χρόνια, συχνάζοντας σε ανερχόμενες συνοικίες του πρώην Ανατολικού τομέα. Μια Εβραία Μεξικάνα, απελευθερωμένη από τα δεσμά του σπιτιού της, αναπτύσσει τη μοναδική της σχέση με το καινούριο περιβάλλον της, παρατηρώντας με μακάβριο σχεδόν ενδιαφέρον το αστικό τοπίο. Στις σελίδες του βιβλίου γίνεται λεπτομερέστατη αναφορά σε καθημερινές σκηνές και περιγράφονται συχνά δευτερεύοντα στοιχεία της πόλης, όπως τα αστραφτερά κίτρινα τραμ, η σφαιρική αίθουσα εστιατορίου του πύργου της τηλεόρασης στην Αλεξάντερ Πλατς, η ολοζώντανη συνοικία Πρέντσλαουερ Μπεργκ. Πίσω από τα αναπαλαιωμένα τμήματα με τις εντυπωσιακές προσόψεις, ωστόσο, καραδοκούν φαντάσματα. Το υδραγωγείο, που έχει μετατραπεί σε υπερσύγχρονη πολυκατοικία, υπήρξε χώρος βασανιστηρίων για τους αιχμαλώτους της SA. Σε κάθε εντυπωσιακό μπαρ αντιστοιχεί ένας, έστω και λανθάνων, αποτρόπαιος χώρος: κάτω από ένα εγκαταλειμμένο ταχυδρομείο στεγαζόταν ένα εντευκτήριο της Γκεστάπο.

Ο χρόνος, και κυρίως ο χαμένος χρόνος, παίζει επίσης σημαντικό ρόλο για την ηρωίδα. Οντως, στο Βερολίνο μπορείς πολύ εύκολα να περιπέσεις σε ασυνήθιστη αδράνεια. Η τοπογραφία του σε απορροφά και σε αποξενώνει ταυτόχρονα. Είναι δύσκολο να μεταφέρεις τη φυσική ιδιαιτερότητά του, αλλά πρέπει να είναι η μοναδική κοσμοπολιτική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα στην οποία μπορείς να χαθείς σε μια έκταση που μοιάζει με σκάμμα γεμάτο άμμο και απλώνεται σε αρκετά οικοδομικά τετράγωνα του κέντρου της, καθώς πηγαίνεις σε κάποιο πάρτι. Ισως αυτό να είναι το στοιχείο που δίνει την ψευδαίσθηση της διαστολής του χρόνου.

Η νυχτερινή ζωή, όμως, και η μερίδα του πληθυσμού που διασκεδάζει δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για την Τατιάνα. Πιάνει δουλειά ως βοηθός του δόκτορος Βάις, ενός κάποτε διάσημου ιστορικού, ο οποίος την παρακινεί να ικανοποιήσει το πάθος της για τις ανατριχιαστικές σκιές του παρελθόντος, που στη ζωή της έχουν πάρει τη θέση των ανθρώπων και των διαπροσωπικών σχέσεων. Μέσα σ' αυτή τη ζοφερότητα και ύστερα από προτροπή του Βάις θα συναντήσει τον μεγαλωμένο στο Ανατολικό Βερολίνο μετεωρολόγο Γιόνας, προκειμένου να του πάρει συνέντευξη σχετικά με κάποια σκίτσα που έχει κάνει στην παιδική του ηλικία. Ο Γιόνας, ένθερμος υποστηρικτής του σημερινού Βερολίνου, της εξηγεί: Ο Βάις είναι κολλημένος σ' αυτό που υπήρχε κάποτε, αλλά το Βερολίνο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν ένα μουσείο τρομακτικών πραγμάτων. Εχει μεσολαβήσει μια αναγέννηση. Κι όμως, οι «νικητές» είναι εκείνοι που θα ήθελαν να βλέπουν την πόλη ως μουσείο. Καθώς η Τατιάνα και ο δρ Βάις εγκαταλείπουν το σπίτι του Γιόνας δέχονται την επίθεση δύο κακοποιών. Την ίδια ώρα, μια μυστηριώδης ομίχλη καλύπτει την ατμόσφαιρα, τα σύννεφα κατεβαίνουν στη γη εξαπλώνοντας την εγκληματικότητα στην πόλη, όπου η χειρότερη απειλή είναι συνήθως η κλοπή ενός ποδηλάτου. «Το Βερολίνο στη Νέα Κρίση της Εξαφάνισης», θα γράψουν οι δημοσιογράφοι, βλέποντας την ομίχλη και κάνοντας τους δικούς τους παραλληλισμούς με το παρελθόν της πόλης και το παράξενο αυτό μετεωρολογικό φαινόμενο, ενώ η ηρωίδα, δίχως να έχει καταφέρει να νικήσει τα φαντάσματα, θα φύγει μακριά αναζητώντας νέο τόπο διαμονής, αναζητώντας την εμπειρία της αναζήτησης της εμπειρίας.

Εξίσου ενδιαφέρουσα με τη λογοτεχνική φιγούρα που δημιούργησε είναι και η ζωή της γεννημένης το 1971 στη Νέα Υόρκη Μεξικανο-αμερικανίδας Chloe Aridjis. Κόρη της μεταφράστριας Betty Farber de Aridjis και του συγγραφέα, ακτιβιστή οικολόγου και διπλωμάτη Homero Aridjis (από Ελληνα πατέρα και μητέρα Μεξικάνα) και αδελφή της σκηνοθέτριας Eva S. Aridjis, μεγάλωσε στο Μεξικό και στην Ολλανδία. Σπούδασε Συγκριτική Λογοτεχνία στο Χάρβαρντ και έκανε το διδακτορικό της στην Οξφόρδη. Δημοσίευσε σε μεξικανικά και αγγλικά περιοδικά και εφημερίδες πριν μετακομίσει στο Βερολίνο, όπου έμεινε πέντε χρόνια. Το Book of Clouds είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.




http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=235540

2 comments:

Locus Publicus said...

Ολόψυχα τις ευχές μου για καλή χρονιά, με υγεία, πρόοδο και ευτυχία.

basik-ly said...

Επίσης, αγαπητέ. Χαθήκαμε...