Η σχέση του Έλληνα με την (Σύγχρονη)
Tέχνη (και με τη σύγχρονη
πραγματικότητα γενικότερα), όταν δεν χαρακτηρίζεται από περιφρόνηση, είναι ανταγωνιστική.
Η αισθητική του παραμένει πεισματικά προσκολλημένη στην εποχή των ζωγραφιστών
μαιάνδρων και κιονόκρανων, ασορτί με κακόγουστες καρέκλες και χάρτινα ή πλαστικά τραπεζομάντιλα,
τσολιαδάκια,
κομποσκοίνια με θαλασσιές χάντρες και
εικονίτσες του Σωτήρα ή της Ζωής κολλημένες στις ταμειακές μηχανές. Το ντεκόρ συμπληρώνουν συχνά εικόνες κυνηγιού και/ή ωραιότατα αμφίβια.
Ωστόσο, ο Έλληνας, πέρα από τους τομείς του αθλητισμού και της πολιτικής, θεωρεί τον εαυτό του ειδικό
ΚΑΙ σε θέματα Τέχνης (κι ας μην έχει ασχοληθεί ποτέ του πέρα από το μάθημα
Ιχνογραφίας που «διδασκόταν» στο Δημοτικό, όταν οι δάσκαλοι πήγαιναν για τσιγάρο) και ασφαλώς γνωρίζει
πάντοτε το κίνητρο του εκάστοτε καλλιτέχνη.
Η άποψή του σε ό,τι δεν κατανοεί, είναι απαξιωτική και εκφράζεται συνήθως με τα λόγια: «
σιγά το πράγμα, αυτό το κάνω κι εγώ». Ο Έλληνας θεωρεί την επίσκεψη στα μουσεία αγγαρεία. Στην πόλη του δεν τα επισκέπτεται ποτέ και στις οργανωμένες εκδρομές προτιμάει να περάσει την ώρα του στις αγορές ψωνίζοντας
σουβενίρ.
Επιπλέον, ο Έλληνας είναι κατ’ εξοχήν
αυτοϊκανοποιούμενος (βλ.
υπογεννητικότητα) και δεν διστάζει να το παραδεχτεί δημόσια αποκαλούμενος «
μαλάκας» ή - κρίνοντας, προφανώς, εξ’ ιδίων - αποκαλώντας με την εύηχη αυτή λέξη τους γύρω του - οικείους τε και αγνώστους. Χρησιμοποιεί την προσφιλή του προσφώνηση κατά βούληση όταν δείχνει τον
πολιτισμό του στα γήπεδα, σε μια ανήμπορη περαστική στο δρόμο αλλά και στο οικογενειακό τραπέζι, αφού αισθάνεται υποχρέωση να μεταλαμπαδεύσει στους απογόνους του την πατροπαράδοτη
καλλιέργεια. Συγχρόνως, προκειμένου να περιγράψει τα συναισθήματα του, ανθολογεί απόκρυφα μέλη της ανατομίας του.
Ωστόσο, σ' αυτή τη
βαλκάνια εκδοχή των Ταλιμπάν με τον μοναδικό πλούτο λεξιλογίου, παρατηρείται και το εξής παράδοξο φαινόμενο: ενώ ισχυρίζεται πως κόπτεται για τις αξίες της (Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια), δεν τις σέβεται. Ο Έλληνας αισθάνεται ελεύθερος να στέλνει οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας (κατά προτίμηση θηλυκό) ενός συμπατριώτη του (όχι σπάνια και της δικής του) σε ερωτικές περιπτύξεις κατά βούληση (άλλο απωθημένο αυτό…), εκφράζοντας μ’ αυτό τον κομψό τρόπο τη διαφωνία του. Εναλλάξ με τα συγγενικά πρόσωπα επιστρατεύονται και τα «
θεία» τα οποία λατρεύει και είναι, λέει, ικανός να σκοτώσει προκειμένου να τα προστατεύσει από τους εχθρούς, όπως άλλωστε είναι πρόθυμος να πράξει και για τα περίφημα και δοξασμένα εθνικά σύμβολα!
Αυτές οι κεκτημένες ελευθερίες
αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς έχουν καταξιωθεί στη συνείδηση και έχουν εξασφαλίσει την προστασία του κάθε πατριώτη, αρκεί να προέρχονται από τη μαγική λέξη - εικόνα για τον Έλληνα: τον παντοδύναμο
λαό!
Η
σημαία που χώνεται στο
αιδοίο της (εθνικής) τραγουδίστριας ή που χαϊδεύει το
πέος του ποδοσφαιριστή (της εθνικής) δεν ενοχλεί. Είναι σε χέρια ατόμων που τα ξέρει και αποκλείεται να έχουν κακό στο νου. Όταν όμως ο Εθνικός Ύμνος μπαίνει στο
μουσείο ως υπόκρουση
γυναικείου αυτοερωτισμού είναι απαράδεκτος γιατί προέρχεται από καλλιτέχνη. Κι εκεί αρχίζει πάλι ο κύκλος «σιγά τον καλλιτέχνη…».
Υ.Γ. Ένα χαρακτηριστικό απόφθεγμα που άκουσα σε έκθεση ζωγραφικής καλλιτέχνη από τον κολλητό του: «Από όλα τα έργα μόνο δύο είναι αφηρημένη τέχνη. Τα άλλα έχουν νόημα!»