Saturday, December 15, 2018

Οδοιπορικό στη Νότια Αμερική



            Μέσα στo 2017 κατάφερα να επισκεφτώ 13 πρωτεύουσες κρατών (τις 11 για πρώτη φορά) και να πατήσω το πόδι μου σε 10 καινούριες, για μένα, χώρες  - έξι από αυτές στη Νότιο Αμερική.

            Το ταξίδι για τα μέρη κάτω από τον Ισημερινό ξεκίνησε από την Φρανκφούρτη, όπου έφτασα μια μέρα πριν την πτήση για το Σάο Πάολο.  Δεν την ήξερα, είχα βρεθεί προ ετών μέσα σε ένα τρένο στον σιδηροδρομικό σταθμό της και είχα δει τους ασυνήθιστους για το γερμανικό τοπίο ουρανοξύστες, αλλά δεν την είχα περπατήσει.  Πιο όμορφη από ό,τι την φανταζόμουν, έτυχε να φιλοξενεί μια έκθεση με αβανγκάρντ καλλιτέχνες από τη Λατινική Αμερική και έργα τους από το 1940 μέχρι τη δεκαετία του ’80.  Είδα το γεγονός σαν οιωνό, ένα ανέλπιστο προοίμιο, μια τέλεια πνευματική προετοιμασία για το ταξίδι μου και έσπευσα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜΜΚ).  Πήγα να φάω στου Adolf Wagner, ένα αχανές εστιατόριο-θεσμό της πόλης, όπου άγνωστοι μεταξύ τους κάθονται σε ίδια τραπέζια-πάγκους και απολαμβάνουν τοπικές σπεσιαλιτέ που συνοδεύονται από πράσινη σάλτσα (φτιάχνεται από επτά διαφορετικά βότανα), πίνοντας Apfelwein (μηλίτη).  Καθ’ οδόν πέρασα μπροστά από πάμπολλες τράπεζες, στάθηκα στο κτήριο της Union Investment, και συνέχισα προς την παλιά πόλη μέσα από τη χριστουγεννιάτικη αγορά.  Διέσχισα την Münchener Straße που ξεκινάει από τον σιδηροδρομικό σταθμό και καταλήγει στην Πλατεία Willy Brandt, όπου ξεχωρίζει το γλυπτό του Ottmar Hörl με το σήμα του €υρώ.  
Όπως πολλοί δρόμοι στις σύγχρονες γερμανικές πόλεις, θυμίζει μια εξευρωπαϊσμένη εκδοχή της Τουρκίας έτσι όπως είναι γεμάτη από κομμωτήρια, μανάβικα, ζαχαροπλαστεία, γυράδικα… όλα τουρκικά.  Κάποια εστιατόρια με ιδιοκτήτες από την Κίνα, την Ινδία και το Νεπάλ σπάνε τη μονοτονία και σε μεταφέρουν ακόμη πιο ανατολικά, στην Ασία.  Εμένα, όμως, ο προορισμός μου ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση.


            Στη δωδεκάωρη πτήση για το Σάο Πάολο είδα τρεις πρόσφατες ταινίες και πρόλαβα να κοιμηθώ λίγο.  Καθώς μπήκα στο υπερσύγχρονο και αχανές αεροδρόμιο, ανάλογο της πόλης που, κατά την προσγείωση, είδα τα φώτα της να απλώνονται μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι, παρά τη δροσιά του κλιματισμού τα πόδια μου άρχισαν να ζεσταίνονται μέσα στο μάλλινο παντελόνι.  Οι ντόπιοι κυκλοφορούν με καλοκαιρινά, 27 C δείχνει άλλωστε το θερμόμετρο.  Είναι πέντε παρά τέταρτο το πρωί (τοπική ώρα) και όσο περιμένω πίνοντας καφέ την ανταπόκριση για την Λίμα, αρχίζω να ξεχωρίζω από το χειμωνιάτικο ντύσιμο τα άτομα που θα αποτελέσουν το γκρουπ των συνταξιδιωτών μου.  Άλλες πέντε ώρες πτήσης…  Η Βραζιλία αυτή την εποχή έχει τρεις ώρες διαφορά από την Κεντρική Ευρώπη, το Περού έξι.

            Από αυτά που πρόλαβα να δω στην Λίμα, δεν μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα.  Με πληθυσμό πάνω από 9 εκατομμύρια, συγκεντρώνει το ένα τρίτο των κατοίκων του Περού.  Τα κτήρια που αξίζουν στην Plaza Mayor διακρίνονται για τον ισπανικού μπαρόκ ρυθμό τους.  Επισκεφτήκαμε ένα φρανσισκανικό μοναστήρι με κατακόμβες γεμάτες μηριαία οστά και νεκροκεφαλές. 

Το ιδιωτικό μουσείο Larco στεγάζεται σε μια έπαυλη του 18ου αιώνα καλυμμένη από βουκαμβίλιες και έχει εκθέματα από την προ του Κολόμβου εποχή, τοποθετημένα χρονολογικά σε διαφορετικές αίθουσες.  Ανάμεσα στα μεταλλικά, συχνά χρυσά και ασημένια, ξεχωριστή θέση κατέχουν τα ερωτικά πήλινα αντικείμενα.  Έξω, στον κήπο, εισαγόμενα πεύκα και ευκάλυπτοι έχουν προστεθεί στην τοπική βλάστηση.

            Το δωμάτιό μου στο εντυπωσιακό ξενοδοχείο έχει τρία (!) διπλά κρεβάτια, το φαγητό όμως στο κοντινό εστιατόριο της περιοχής Miraflores είναι άθλιο.  Υποτίθεται πως τρώμε ψάρι, κάποιοι όμως έχουν μόνο την πανάδα στο πιάτο τους.  Κρίμα γιατί παρακάτω υπάρχουν δύο από τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου σύμφωνα με αρκετές λίστες, το Central Restaurante και το Maido (Νο 2 και Νο 5 αντίστοιχα, στη λίστα του Frommers).  Πίνω τουλάχιστον το πρώτο Pisco Sour στην πατρίδα του!
 

            Κάνοντας βόλτα στους κεντρικούς δρόμους βλέπω τα πλακάτ που ανακοινώνουν τις επερχόμενες συναυλίες των Radiohead και Arcade Fire, αλλά η μεγαλύτερη ατραξιόν είναι η άφιξη του Πάπα Φραγκίσκου για 3 μέρες, τον Φεβρουάριο.  Μεγάλη επιτυχία γνωρίζει και η τοπική ποπ σταρ Damaris.


            Την επόμενη μέρα φύγαμε χαράματα για το Cusco, μια πόλη κοντά στις Άνδεις με πληθυσμό 350.000 κατοίκους και υψόμετρο 3.500 μέτρα.  Εδώ πέθανε ο σπουδαίος βρετανός ντισκ τζόκεϊ John Peel κι εμείς αρχίζουμε να μην νιώθουμε πολύ καλά με το που προσγειωνόμαστε.  Ο αέρας είναι πολύ αραιός, το κυκλοφορικό αποκτά προβλήματα ανάλογα του κυκλοφοριακού.  Όλα τα ξενοδοχεία προσφέρουν τσάι από φύλλα κόκας που λένε πως βοηθούν και είναι εξοπλισμένα με φιάλες οξυγόνου που τις παραχωρούν δωρεάν στους πελάτες τους για τα πρώτα 15 λεπτά.  Είχα ακούσει για τα προβλήματα που παρουσιάζονται, είχα διαβάσει για ποδοσφαιριστές που στο ημίχρονο ήταν πτώματα και δεν θα μπορούσαν να τελειώσουν τον αγώνα αν δεν εισέπνεαν οξυγόνο, αλλά δεν είχα βιώσει την εμπειρία τού να κόβονται τα πόδια σου καθώς τακτοποιείς την βαλίτσα σου.  Το έζησα κι αυτό.

            Η πόλη, που στο σύνταγμα του Περού ορίζεται ως «ιστορική πρωτεύουσα» της χώρας, ανήκει ολόκληρη στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.  Μέχρι την άφιξη του Francisco Pizarro με τους Ισπανούς κατακτητές (1533) που κατέστρεψαν πολλά από τα οικοδομήματα για να κτίσουν δικά τους, ήταν η πρωτεύουσα των Ίνκας και σπουδαίο εμπορικό κέντρο.  Σήμερα την λες γραφική έτσι καθώς είναι περιστοιχισμένη από βουνά με τις πλαγιές τους φορτωμένες με σπίτια που το βράδυ, καθώς ανάβουν τα φώτα, φτιάχνουν μια μυστικιστική ατμόσφαιρα.  Την ημέρα αυτές οι κατοικίες δίνουν την εντύπωση πρόχειρων κατασκευών, καθώς παραμένουν ασοβάντιστες στη συντριπτική πλειοψηφία τους ενώ συχνά λείπουν τα τζάμια από τα παράθυρα.  Η ξεναγός εξηγεί πως στη Βολιβία το κάνουν για να αποφύγουν τη φορολογία, καθώς οι ημιτελείς κατοικίες δεν φορολογούνται.  Στο Περού, όμως, δεν ισχύει κάτι παρόμοιο.  Απλώς, ισχυρίζεται, οι κάτοικοι δεν έχουν χρήματα.  Μου είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω πως κάποιος μπορεί να χτίσει τριώροφη οικοδομή, αλλά δεν είναι σε θέση να την σοβαντίσει.  Νομίζω πως απλά δεν τους ενδιαφέρει και έχει επικρατήσει ως… στυλ.  «Υπάρχει φτώχια, αλλά όχι όπως στην Αφρική.  Έχουμε να φάμε, στέγη, το σύστημα υγείας δεν είναι σπουδαίο, αλλά υπάρχει.  Δύσκολα είναι για τους ηλικιωμένους που δεν έχουν σύνταξη.  Αυτούς τους βοηθάμε οικονομικά», λέει η ίδια ξεναγός που μας αποτρέπει από τα να δίνουμε χρήματα στα παιδιά για να μην συνηθίσουν στην επαιτεία.  Οι ντόπιοι παραπονιούνται για τους μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 250 ευρώ και για την περίθαλψη που απολαμβάνουν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι.  Το Περού είναι χωρισμένο σε 24 διοικητικά διαμερίσματα, το καθένα με δική του κυβέρνηση.  Κάθε φορά οι 24 διαφορετικοί υποψήφιοι πρόεδροι κάνουν την προεκλογική εκστρατεία τους με πλακάτ που αναρτούν σε τοίχους σπιτιών, των οποίων οι ιδιοκτήτες  - σε περίπτωση που ο δικός τους υποψήφιος κερδίσει τις εκλογές -  διορίζονται σε δημόσια υπηρεσία για μια πενταετία.

             Το Κούσκο, που είναι αδελφοποιημένο με την Αθήνα, έχει στη σημαία του τα χρώματα του ουράνιου τόξου και ζει αποκλειστικά από τον τουρισμό.  Ούτε εδώ υπάρχει κουλτούρα οδήγησης, με αποτέλεσμα πολλοί πεζοί να σκοτώνονται διασχίζοντας τον δρόμο.  Τα αυτοκίνητα εισήχθησαν στη χώρα από τον «Ιάπωνα» πρωθυπουργό Fujimori μόλις το 1990.  Πρώτα ήταν τα γιαπωνέζικα (ΤΟΥΟΤΑ) και ακολούθησαν τα σαφώς φτηνότερα κινέζικα.  Από την άλλη, όμως, τηρούνται οι κανόνες του ΚΟΚ σε ό,τι αφορά το πάρκινγκ και την απαγόρευση διέλευσης τουριστικών λεωφορείων από κεντρικούς δρόμους, γεγονός που μας κάνει να περπατάμε καναδυό χιλιόμετρα μέχρι να επιβιβαστούμε.  Ορισμένοι δεν αντέχουν.  Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι εγκαταλείπει.  Στο 24μελές γκρουπ που αποτελείται ως επί το πλείστον από Γερμανούς, αλλά συμπεριλαμβάνει και τέσσερα άτομα από την Αυστρία, δύο από την Ελβετία και μια Ελληνίδα με τον Βέλγο σύζυγό της, υπάρχουν μόνο δύο καπνιστές.  Πρόβλημα υπάρχει με τα σκουπίδια που στοιβάζονται εκτεθειμένα σε αυτοσχέδιες χωματερές.  Κάθε προσπάθεια εγκατάστασης κοντέινερ κατέληξε στην εξαφάνισή τους.

            Οι «υπερτροφές» μάκα (που δίνει ενέργεια και αυξάνει τη λίμπιντο) και κινόα (το ρύζι των Ίνκας) καθώς επίσης και πολύχρωμα φρούτα κυριαρχούν σε μια σκεπαστή λαϊκή αγορά.  Κατεψυγμένες πατάτες που διατηρούνται τουλάχιστον μια δεκαετία, μοιάζουν με λευκά μανιτάρια.  Μπανάνες που θα πετιόντουσαν ως χαλασμένες στην υπερκαταναλωτική Ευρώπη, πουλιούνται εδώ κανονικά.  Εννοείται πλέον πως υπάρχουν παντού τηλεοράσεις και κινητά με τα ανάλογα μαγαζιά που πουλάνε τα αξεσουάρ τους.

            Ο σεισμός του 1950 μπορεί να κατέστρεψε το 1/3 των κτηρίων της πόλης, μεταξύ των οποίων και το μοναστήρι των Δομινικανών, αποκάλυψε όμως τον Ναό του Ήλιου πάνω στον οποίο ήταν κτισμένο, μαζί με άλλα οικοδομήματα των Ίνκας που παρέμειναν ανέπαφα.  Στην Plaza de Armas (= Πλατεία των Όπλων, που όπως θα διαπιστώσω κατά τη διάρκεια του ταξιδιού υπάρχει μια πλατεία με αυτό το όνομα σε κάθε σχεδόν πόλη της Νότιας Αμερικής) δεσπόζουν ο καθεδρικός ναός και η Εκκλησία του Χριστού, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του αποικιακού μπαρόκ ρυθμού στην ήπειρο.

            Η πλατεία ήταν επίσης ο τόπος απαγχονισμού του Tupac Amaru II (1738 – 1781) που πρωτοστάτησε στην εξέγερση εναντίον των Ισπανών.  Ο θρύλος του διατηρείται ζωντανός με αποτέλεσμα το όνομά του να υιοθετηθεί από τον αδικοχαμένο Αμερικανό ράπερ Tupac Shakur.  Εδώ παρατηρώ πως οι ως επί το πλείστον άτριχοι ιθαγενείς αφαιρούν με τσιμπιδάκι τις λιγοστές τρίχες του προσώπου τους.


            Μεταξύ 900 και 1200 μ.Χ., πριν τους Ίνκας, ήκμασε ο πολιτισμός των Κίλκε που έχτισαν το οχυρό Sacsayhuaman (η ξεναγός μας λέει πως οι Αμερικανοί τουρίστες το προφέρουν ως «sexy woman» προκειμένου να το θυμούνται πιο εύκολα), όνομα που στην γλώσσα Quechua, μία από τις πολλές που εξακολουθούν να ομιλούνται στην περιοχή των Άνδεων, σημαίνει «χορτάτο γεράκι».  Είναι η πρώτη στάση που κάνουμε στην «ιερή βασιλική κοιλάδα», γνωστή και με το όνομα Urubamba.  Στο βάθος ξεχωρίζει μια χιονισμένη κορυφή ύψους 5400 μέτρων.


            Εποχή των βροχών εδώ σημαίνει καταιγίδες διαρκείας μισής περίπου ώρας μια-δυο φορές την ημέρα.  Δεν υπάρχει συνεχόμενη βροχή.  Κυκλοφορούν τα ταξί tuk tuk όπως στην Κίνα και την Ινδία και τα πανδοχεία λέγονται tambo ή tampu από την εποχή των Ίνκας.  Στα υφάσματα κυριαρχούν έντονα χρώματα: τουρκουάζ, μωβ, κόκκινο.  Η Keperina είναι ένα είδος μάρσιπου πλάτης δεμένου με έναν κόμπο στο ύψος του στήθους που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά μωρών αλλά και τροφίμων.

 
            Τα αλπακά ξεχωρίζουν από τα λάμα (προφέρονται «γιάμα» καθώς γράφονται Llama) γιατί έχουν πιο κοντό λαιμό και δεν καβαλικεύονται.  Εκτός από το περίφημο μαλλί τους εκτρέφονται και για το κρέας τους που στη γεύση θυμίζει αρνί.

           

 Σε έναν σχεδόν ερημικό αυτοκινητόδρομο σταματάμε και παίρνουμε τέσσερα παιδιά του Δημοτικού που μόλις έχουν σχολάσει.  Διαφορετικά θα έπρεπε να περιμένουν πάνω από δύο ώρες για το λεωφορείο ή να επιστρέψουν στο σπίτι τους με τα πόδια.  Κάποιο από αυτά ζητάει μέσω της ξεναγού ένα στυλό.  Της δίνω το δικό μου και ανταποδίδει με ένα τραγούδι.

            Επιβιβαζόμαστε στο τρένο της γραμμής για το Machu Picchu (= Αρχαίο Βουνό).  Λίγο νωρίτερα έφυγε το «Rip off train», κανονική κλοπή δηλαδή, όπως άκουσα να το περιγράφει ένας ξεναγός σε άπταιστα αμερικάνικα.  Κοστίζει 750 δολάρια για τη διαδρομή Κούσκο – Μάτσου Πίτσου – Κούσκο και σε όλη τη διάρκεια των 160 συνολικά χιλιομέτρων (μία ώρα και σαράντα λεπτά προς κάθε κατεύθυνση).  Η τιμή περιλαμβάνει κοκτέιλ και σάντουιτς που σερβίρονται με συνοδεία ζωντανής μουσικής.

            Σε υψόμετρο 2.700 μέτρων (πιο χαμηλά από το Κούσκο κατά 800 ανακουφιστικά μέτρα), η πόλη ανακαλύφθηκε από Αμερικανούς αρχαιολόγους το 1911 και αρχικά θεωρήθηκε το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας πριν κατακτηθούν από τους Ισπανούς κονκισταδόρες.  Τελικά κατέληξαν πως η κτισμένη το 1460 πόλη χρησίμευε ως αστρονομικό παρατηρητήριο, λατρευτικό κέντρο και θερινά ανάκτορα των βασιλέων.  Σήμερα, μετά από πολλές εργασίες αναπαλαίωσης και αποκατάστασης, είναι ένα άριστα διατηρημένο αρχαιολογικό μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και ένα από τα Νέα Επτά Θαύματα του Κόσμου.
            Πριν περάσουν τέσσερις ώρες από τη χθεσινοβραδινή επιστροφή βρεθήκαμε πάλι στους δρόμους.  Ο λόγος που ξεκινήσαμε τόσο νωρίς ήταν μια διαδήλωση που ανακοινώθηκε ότι θα γίνει σε ένα χωριό, κοντά στα σύνορα με τη Βολιβία, και ο οδικός αποκλεισμός που θα έχει σαν συνέπεια.  Έπρεπε, λοιπόν, αν θέλαμε να συνεχίσουμε το πρόγραμμά μας κανονικά, να περάσουμε το συντομότερο τα σύνορα.  Είχαμε ωστόσο χρόνο για μια στάση στο RaqchI (= κεραμικό στη γλώσσα κέτσουα), 120 χιλιόμετρα από το Κούσκο σε παραπλήσιο υψόμετρο (3.450 μ.), με τα ερείπια του ναού Wiracocha, του θεού που σύμφωνα με τη μυθολογία των Ίνκας δημιούργησε τον Ήλιο και τη Σελήνη.  Οι διαστάσεις του (92 μ. μήκος και 25,5 μ. πλάτος, 20μ. ύψος) ολοκληρώνονταν από την μεγαλύτερη ενιαία οροφή στο βασίλειο των Ίνκας που κάλυπτε τις κολώνες καθώς εκτεινόταν 25 μέτρα σε κάθε πλευρά.  Οι Ισπανοί κατακτητές κατέστρεψαν τον ναό για να κτίσουν στη θέση του μία καθολική εκκλησία.  Σήμερα λειτουργεί εδώ ένας μικρός οικισμός σαν αγροτική κοινότητα, ενώ η συνύπαρξη παγανισμού και καθολικισμού είναι πλέον αποδεκτή από την εκκλησία.  Άγιοι και στοιχεία της φύσης συμβαδίζουν χέρι με χέρι στην ντόπια συνείδηση.

            Το πούλμαν κατευθύνεται προς την λίμνη Τιτικάκα (= Πούμα από πέτρα).  Μόλις η ταχύτητά του ξεπερνά το επιτρεπτό όριο των 90 χλμ. ακούγεται ένας ήχος που ειδοποιεί τον οδηγό να κόψει ταχύτητα.  Σταματάμε στο Puno, στις όχθες της Τιτικάκα, όπου το υψόμετρο είναι 3.900 μέτρα.  Ιδρύθηκε το 1668 και σώζονται ακόμη αρκετές εκκλησίες από την περίοδο της ισπανικής αποικιοκρατίας που εξυπηρετούσαν δύο σκοπούς: από την μία τον εκκλησιασμό των εποίκων, από την άλλη τον προσηλυτισμό των αυτοχθόνων.  Το λαθρεμπόριο μεταξύ των όμορων χωρών οργιάζει.
            Περνάμε στην Βολιβία και διανυκτερεύουμε στην Copacabana (απλή συνωνυμία με την ομώνυμη παραλία του Ρίο), στο σχεδόν έρημο ξενοδοχείο Gloria που σίγουρα γνώρισε δόξες κάποτε, μα σήμερα θυμίζει ξεπεσμένη λουτρόπολη.  Είναι χτισμένο πάνω στην λίμνη, αλλά μάλλον δεν είναι έτοιμο να δέχεται τουρίστες, πόσο μάλλον όταν αυτοί έχουν έρθει ξαφνικά.  Ήταν μια λύση ανάγκης δικαιολογείται η ντόπια ξεναγός που ανήκει στη φυλή των Aymara, όπως οι περισσότεροι γηγενείς Ινδιάνοι.  Έμαθε  - εξαιρετικά -  γερμανικά στην Ελβετία όπου είχε δουλέψει ως οικιακή βοηθός.
            Η Virgen de Copacabana αποτελεί ένα κράμα ισπανικού μπαρόκ με αραβικά στοιχεία και, ως τόπος προσκύνησης, είναι η δεύτερη σε σημασία εκκλησία της Λατινικής Αμερικής μετά την Virgen de Guadalupe του Μεξικού.  Όπως σε όλη την Κεντρική και Νότια Αμερική, έτσι κι εδώ, οι προηγούμενες θρησκείες συγχωνεύτηκαν με τον καθολικισμό και το Βατικανό έχει αποδεχτεί αυτή την σύντηξη πρωτόγονης προκατάληψης και θρησκόληπτης πίστης.  Ίσως αυτή η στάση να είναι και πιο ειλικρινής αφού ο χριστιανισμός βασίστηκε σε προϋπάρχουσες θρησκείες.


            Ο αέρας είναι ακόμη πιο αραιός από αυτόν που είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα, αφού το υψόμετρο εδώ πλησιάζει τα 4.000 μέτρα.  Ταξιδεύουμε με καραβάκι στο Νησί του Ήλιου (Isla del Sol) για να δούμε το σπίτι του «πρώτου Ίνκα».  Είναι απορίας άξιο πώς δεν είχαμε κάποιο ατύχημα έτσι όπως ανεβήκαμε ένα επικίνδυνο μονοπάτι και κατεβήκαμε πολυάριθμα σκαλοπάτια φτιαγμένα από άτακτα ριγμένες κοτρώνες.  Προσπαθήσαμε να υπερνικήσουμε το υψόμετρο κόβοντας και μυρίζοντας κλωναράκια από συγκεκριμένους θάμνους που μας υπέδειξε η ξεναγός.  Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως δεν ακούστηκαν διαμαρτυρίες.
            Στην επιφάνεια της λίμνης σχηματίζονται μικροί κύκλοι που θυμίζουν πίνακες του David Hockney καθώς πηγαίνουμε να επισκεφτούμε κάποια από τα 41 τεχνητά, φτιαγμένα από μια ποικιλία καλαμιών που ευδοκιμεί στην περιοχή, «πλωτά νησιά» Uros.  Οφείλουν το όνομά τους στην προγενέστερη των Ίνκας, ομώνυμη φυλή των ιθαγενών που τα κατασκεύαζε και τα κατοικούσε.  Σήμερα έχουν απομείνει περίπου 2000 Ούρος, οι περισσότεροι στην απέναντι πόλη και μόνο μερικές εκατοντάδες στα νησιά που αποτελούν πόλο έλξης για τους τουρίστες, που με τη σειρά τους είναι η βασική πηγή του εισοδήματος των κατοίκων μαζί με τα καλάμια τα οποία εκτός από την στέγαση χρησιμεύουν στην παραγωγή τροφής και φαρμάκων.

            Στο Πολυεθνοτικό Κράτος της Βολιβίας, όπως είναι η επίσημη ονομασία της χώρας από τον Μάιο του 2009 που την καθιέρωσε ο πρόεδρός της Έβο Μοράλες ομιλούνται 36 διαφορετικές γλώσσες από 11 εκατομμύρια κατοίκους.  Ο μέσος μηνιαίος μισθός δεν ξεπερνά τα διακόσια δολάρια.  Τόσο κοστίζουν και τα πιο φτηνά διαμερίσματα στις φαβέλες του El alto, της πιο φτωχής συνοικίας της διοικητικής πρωτεύουσας Λα Παζ των 800.000 κατοίκων (συνταγματική πρωτεύουσα είναι η Σούκρε), που είναι κτισμένη σε μια πλαγιά, κατηφορικά, και χωρίζεται σε τρία μέρη τα οποία ενώνονται μέσα σε μισή ώρα με υπερσύγχρονο τελεφερίκ, κατασκευασμένο προ διετίας από μία αυστριακή εταιρεία.  Το κεντρικό τμήμα, όπου τα ενοίκια κοστίζουν περίπου 600 δολάρια, κατοικείται από τη μεσαία τάξη, ενώ το ολοκαίνουριο, αμερικανοαραβικών προτύπων νοτιότερο τμήμα είναι προορισμός εκείνων που μπορούν να διαθέσουν για στέγη 1000 δολάρια τον μήνα.  Εδώ όλοι οι οικισμοί είναι ιδιωτικοί, κρυμμένοι πίσω από ψηλούς μαντρότοιχους.  Διαθέτουν ακόμη και εκκλησίες.  Οι κάτοικοι γίνονται καθημερινά φτωχότεροι μας λέει η ξεναγός που δεν μας κρύβει την αποστροφή της για τον Μοράλες, παρόλο που ανήκουν και οι δύο στην ινδιάνικη φυλή Αϊμάρα: «Είναι ένας λαϊκιστής, ο καλύτερος μαθητής του Τσαβές.  Έδωσε 50.000 δολάρια για να τοποθετήσει ένα αριστερόστροφο ρολόι (!) στην Βουλή, την στιγμή που τα νοσοκομεία μας δεν έχουν στρώματα», λέει αγανακτισμένη καθώς στην κεντρική πλατεία απέναντι από τη Βουλή, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, έχει στηθεί μια καλύβα που υποτίθεται ότι είναι το σπίτι που γεννήθηκε ο Μοράλες.  «Όλα είναι ψέματα!», είναι κατηγορηματική και προσθέτει με πίκρα «κάποτε η πόλη Ποτοσί είχε το μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα, συνώνυμο του ασημιού…».

            Κάνουμε βόλτα στην Αγορά των Μαγισσών, στην ψηλότερη πρωτεύουσα του κόσμου που από το 2015 συγκαταλέγεται στις επτά σύγχρονες πόλεις-θαύματα.  Τα μαγαζιά είναι γεμάτα με αποξηραμένα έμβρυα λάμα που προσφέρονται ως θυσία στα θεμέλια των καινούριων σπιτιών, φτερά κουκουβάγιας, φίδια, βότανα, φυλαχτά και άλλα αντικείμενα που συνδέονται με κάθε είδους δοξασία και δεισιδαιμονία.  Χαζεύω και φωτογραφίζω τις γυναίκες με τις πολύχρωμες τοπικές ενδυμασίες και τα μαύρα ημίψηλα καπέλα που από παιδί, τότε που τα πρωτοαντίκρισα σε μια εικόνα από γκοφρέτες, ήθελα να δω από κοντά.
            Θα φάμε πρωινό τα… μεσάνυχτα πριν φεύγουμε για το αεροδρόμιο, όπου το υψόμετρο ξεπερνά τα 4.000 μέτρα.  Πριν ξημερώσει θα πετάξουμε μέσω Λίμας για το Σαντιάγο, την πιο ευρωπαϊκή πόλη από αυτές που είδαμε σε όλο το ταξίδι στη Νότια Αμερική, με αυτοκινητόδρομους, εμπορικά κέντρα και σύγχρονη αρχιτεκτονική που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τα πιο μοντέρνα οικοδομήματα της Δύσης.  Δυστυχώς, εξαιτίας του σεισμού της τάξης των 8,8 της κλίμακας Ρίχτερ (2010), δεν έχουν απομείνει πολλά κτίρια της αποικιοκρατικής εποχής.  Με πληθυσμό πάνω από 5 εκατομμύρια, συγκεντρώνει σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού όλης της χώρας, αυτής της στενόμακρης λωρίδας γης, μήκους 4.600 χιλιομέτρων, στο νοτιοδυτικό άκρο της ηπείρου.  Βορειότερα του Σαντιάγο υπάρχει το σημαντικό λιμάνι Βαλπαραΐσο, που οι ζωγραφισμένοι με έντονα χρώματα τοίχοι των σπιτιών το καθιστούν μοναδικό μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σύμφωνα με την UNESCO (2003) και πολιτιστική πρωτεύουσα της Χιλής.  Στη γενέτειρα τόσο του Πινοσέτ όσο και του Αλιέντε, υπάρχει και ένα από τα σπίτια του ποιητή και πολιτικού Πάμπλο Νερούδα που βραβεύτηκε με το δεύτερο Νόμπελ λογοτεχνίας της χώρας (1971) μετά την Γκαμπριέλα Μιστράλ (1945).

            Όταν μας σταματάει η τροχαία για τυπικό έλεγχο, ο Χιλιανός ξεναγός που μεγάλωσε στο Πότσνταμ μάς συνιστά να βάλουμε γρήγορα τις ζώνες ασφαλείας.  Παράλληλα τονίζει ότι η αστυνομία δεν δωροδοκείται και μας πληροφορεί περήφανα ότι η πυροσβεστική υπηρεσία λειτουργεί αποκλειστικά με εθελοντές.  Η χώρα του έχει την μικρότερη διαφθορά στην περιοχή και αποτελεί παράγοντα σταθερότητας.  Παρόλο που το δημόσιο χρέος της παραμένει υψηλό, ανθεί οικονομικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και έχει το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Ν. Αμερική, με μέσο μηνιαίο εισόδημα 800 δολάρια.  Μου φαίνεται πως είναι αρκετό όταν πηγαίνω να κουρευτώ και πληρώνω 7 ευρώ με απόδειξη!  Τα πλάνα της κυβέρνησης για εξασφάλιση ιδιόκτητης στέγης σε κάθε οικογένεια μέχρι το 2018, φαίνεται ότι θα καθυστερήσουν να υλοποιηθούν εξαιτίας των σεισμών που προκάλεσαν καταστροφές οι οποίες εκτιμούνται μεταξύ 11 και 22 δισεκατομμυρίων ευρώ.


            Οι Μαπούτσε είναι μια ιθαγενής φυλή, περήφανη που οι Ισπανοί δεν κατάφεραν να την υποτάξουν.  Καταδιωγμένη από το καθεστώς του Πινοσέτ, βρίσκεται σε ρήξη και με την τωρινή κυβέρνηση για εδάφη που της αφαίρεσε.  Σήμερα αποτελεί το 9% του πληθυσμού της χώρας και πολλά μέλη της αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στο Σαντιάγο για οικονομικούς λόγους.

            Η Χιλή φθονείται από τους γείτονές της.  Στη Βολιβία μάθαμε πως ο Μοράλες διοργάνωσε δημόσια πάρτι γιορτάζοντας των αποκλεισμό της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Χιλής από τους τελικούς του Μουντιάλ, και πως δεν ζητάνε πιστοποιητικά κυριότητας για τα κλεμμένα αυτοκίνητα που εισάγονται στη χώρα με χιλιανές πινακίδες.  Στην Αργεντινή, η περονίστρια ξεναγός θα μας πει πως τα χρώματα της σημαίας της γειτονικής χώρας (άσπρο – μπλε – κόκκινο) είναι ίδια με αυτά που έχουν οι σημαίες των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας και ως εκ τούτου είναι δάκτυλός τους στη Νότια Αμερική!  Ευτυχώς οι συνταξιδιώτες μου δεν πέφτουν εύκολα θύματα ανάλογων θεωριών συνομωσίας και αρχίζουν να αστειεύονται, ενώ εγώ την φέρνω σε δύσκολη θέση όταν της λέω πως και η σημαία της Κούβας έχει ακριβώς την ίδια τριχρωμία!

            Φτάσαμε νωρίς στο Buenos Aires.  Τα δωμάτια στο ξενοδοχείο δεν ήταν ακόμα έτοιμα και έτσι είχαμε καιρό για μια πρώτη ξενάγηση που έμελε να είναι και η τελευταία.  Περπατήσαμε στο νεκροταφείο με τον οικογενειακό τάφο των Duarte, όπου αναπαύεται η Εβίτα, περάσαμε από το γήπεδο της Boca Juniors και κάναμε στάση στο camino με τα ταγκό, όπου φάγαμε empanadas και ήπιαμε κρασί.  Το βράδυ μας περίμενε η γαστρονομική απόλαυση του ταξιδιού: μια γιγαντιαία, αργεντίνικη μπριζόλα. 
Είχα προλάβει να πιω καφέ Antilleno (με Tia Maria και κανέλλα) στο Café Tortoni, ένα καφέ που ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα εμπνευσμένο από τα ανάλογα της Ευρώπης, από όπου έχει περάσει όλη η ισπανόφωνη (και όχι μόνο) διανόηση.
Cafe Tortoni
            Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή και η ξεναγός μας είχε προειδοποιήσει: Κανένας δεν δουλεύει τα σαββατοκύριακα στην Αργεντινή!  Περιπλανιόμαστε άλλοι μόνοι μας κι άλλοι σε μικρές ομάδες στην πόλη που η ρυμοτομία της μοιάζει με της Νέας Υόρκης, ενώ τα μισά της κτήρια θυμίζουν την Μαδρίτη και τα άλλα μισά το Παρίσι.  Οι κάτοικοί της, οι Porteños, μιλάνε με οικοδομικά τετράγωνα (blocks) και όχι με μέτρα όταν αναφέρονται σε αποστάσεις.  Βολτάροντας περνάω από ένα flea market κοντά στο ξενοδοχείο Boca που είναι στολισμένο με τα αστέρια της ομάδας  - το ποδόσφαιρο παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή της πόλης -, και από το εμπορικό τμήμα γύρω από τους πεζόδρομους Florida και Lavalle, πριν καταλήξω για μεσημεριανό στην Confiteria London City.  Ξαναβλέπω με την ησυχία μου τον καθεδρικό παραδίπλα από την Casa Rosada, που δεν είναι εύκολο να προσεγγίσω, αφού γίνονται έργα και είναι περιφραγμένη.  Θυμάμαι το medley «On the Balcony of the Casa Rosada / Dont Cry for Me Argentina» από το μιούζικαλ Evita, αφού εκεί είχα αντικρύσει για πρώτη φορά το όνομα της προεδρικής κατοικίας…  Το κτήριο της όπερας (Teatro Colon) είναι εντυπωσιακό και η ξενάγηση συναρπαστική.
             
Το βράδυ στο κλαμπ La ventana θα απολαύσουμε ένα σόου με ταγκό και καλό φαγητό.  Ανάμεσα στους μουσικούς της μικρής ορχήστρας είναι και ο περίφημος Carlos Buono στο μπαντονέον.
           
 Τα νέα που παίρνουμε όταν επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο δεν είναι καλά.  Η γενική απεργία που ανακοινώθηκε χθες και ξεκινάει αύριο, παρέλυσε τις συγκοινωνίες.  Δεν θα μπορέσουμε να ακολουθήσουμε το πρόγραμμα που έλεγε αναχώρηση για το Iguazu αεροπορικώς.  Η Αργεντινή δίνει επιτόκια μέχρι και 30% περικόπτοντας τις συντάξεις στο μισό.  Τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτή η κίνηση παρά μια καινούρια χρεωκοπία;
        
    Οι διαδηλώσεις δεν είναι καθόλου ήσυχες.  Οι δυνάμεις καταστολής χρησιμοποιούν πλαστικές σφαίρες, καπνογόνα, «οκτώ νεκροί από τον Απρίλιο που άρχισαν», λέει η ξεναγός.  Καθώς το νερό στο δωμάτιο δεν πίνεται και το μπαρ του ξενοδοχείου έχει κλείσει για μεσημέρι, αποφασίζω να πάω μέχρι το κοντινό σούπερ μάρκετ και ν’ αγοράσω μερικά μπουκάλια.  Πέφτω όμως πάνω σε κύμα διαδηλωτών που έρχεται τρέχοντας καταπάνω μου για να αποφύγει τα καπνογόνα.  Μερικοί μπαίνουν στο ξενοδοχείο, όπου επιστρέφω κι εγώ για να αποφύγω τα χειρότερα…  Θα ξαναβγώ όταν στους δρόμους υπάρχουν μόνο μικρές εστίες με καμένα λάστιχα και η ζωή στους πεζόδρομους έχει επανέλθει στην κανονικότητα των κατοίκων ως αυτόκλητων ανταλλακτηρίων συναλλάγματος.  «Cambio, cambio», ακούς παντού.


           Μετά από δυο μέρες πληροφορούμαστε πως θα φύγουμε νωρίς το επόμενο πρωί, με πλοίο για το Μοντεβιδέο.  Στις 5 π.μ. βρισκόμαστε στο λιμάνι όπου ο έλεγχος γίνεται όπως και στα αεροδρόμια.  Το πλοίο στο οποίο επιβιβαζόμαστε είναι ολοκαίνουριο (μας δίνουν πατουσάκια να φορέσουμε σαν να μπαίνουμε σε χειρουργείο), το λένε Francisco (όπως τον Πάπα) και διασχίζει σε λιγότερο από δυόμιση ώρες τον ποταμό Ρίο ντε Λα Πλάτα, που οφείλει το όνομά του στο ασημί χρώμα που αντανακλά.  Κοιμάμαι σε όλη τη διαδρομή, αλλά δεν χάνω τίποτε αξιόλογο.
            Δεν πρέπει να έχω περπατήσει λιγότερο σε καμιά χώρα του κόσμου όσο στην μικρή Ουρουγουάη των 3,5 εκατομμυρίων, αφού μόλις αποβιβαζόμαστε από το πλοίο επιβιβαζόμαστε σε πούλμαν που βρίσκεται παρκαρισμένο σε απόσταση 100 μέτρων.  Θα ξανακατεβούμε στο αεροδρόμιο έχοντας διασχίσει την κεντρική λεωφόρο της πόλης, κατά μήκος της οποίας απλώνεται μια ατέλειωτη παραλία που συνεχίζεται προς τον βορρά, στις ακτές της Βραζιλίας.  Θα πετάξουμε για εκεί, από το υπερσύγχρονο αεροδρόμιο του Μοντεβιδέο θα βρεθούμε σε μια ώρα στο ερασιτεχνικό, θαρρείς, του Porto Allegre που εξυπηρετεί την τοπική εταιρεία Azul.  Άλλα ενενήντα λεπτά πτήσης και φτάνουμε στον τελικό προορισμό, το μυθικό Ρίο ντε Τζανέιρο.



            Δυστυχώς, με την αναγκαστική αλλαγή του προγράμματος  - για την οποία θα αποζημιωθούμε με επιστροφή 850 € από τη διοργανώτρια εταιρεία -  δεν έχουμε χρόνο παρά μόνο για να πάμε στα δωμάτιά μας και να κατεβούμε για φαγητό στο ξενοδοχείο: πράσινη σαλάτα, ρωσική, και pepper steak.



            Για τις οκτώ έχει οριστεί η αναχώρηση που τελικά καθυστερεί μιάμιση ώρα και μας δίνει την ευκαιρία να βολτάρουμε στην Copacabana, την ξακουστή, τεράστια παραλία τόσο σε μήκος όσο και σε πλάτος.  Ένας φυσικός κόλπος που περιβάλλεται από βράχια με βλάστηση και σπίτια με εντυπωσιακά δείγματα art deco.  Η ξενάγηση περιλαμβάνει το Corcovado με το γιγαντιαίο αρ ντεκό άγαλμα του Ιησού, όπου ανεβαίνουμε με οδοντωτό σιδηρόδρομο περνώντας μέσα από τις φτωχογειτονιές, τις γνωστές φαβέλες, κρυμμένες πίσω από δέντρα, το Πάο ντε Ασούκαρ (= Κώνος Ζάχαρης), που προσεγγίζουμε με τελεφερίκ.  Η θέα είναι τόσο εντυπωσιακή που πραγματικά δεν ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις και τι να φωτογραφίσεις.

             Νομίζω πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη κατάληξη αυτού του ταξιδιού από την Ipanema.  Το πούλμαν σταματάει σχεδόν μπροστά στο εστιατόριο όπου γράφτηκε το αλησμόνητο τραγούδι «The Girl From Ipanema», από τον συνθέτη Antonio Carlos Jobim και τον στιχουργό Vinicious de Moraes, και όπου θα φάω μια αξέχαστη πικάνια.
            Θα ξανάρθω.