Friday, June 04, 2010

Κατασκευάζοντας τους teenagers για τα πλήθη

Μεταδίδει από το Βερολίνο ο Βασίλης Κοντόπουλος

Ημουν έφηβος όταν ξεφύλλιζα με βουλιμία την αγγλική μουσική εφημερίδα Melody Maker, ένα από τα λίγα έντυπα που μπορούσα τότε να προμηθευτώ για να μάθω τι ακριβώς συνέβαινε στον διεθνή μουσικό χώρο.

Με το όχι και τόσο αβάσιμο πρόσχημα πως τη χρειαζόμουν για εξάσκηση στα αγγλικά, εξασφάλιζα το χαρτζιλίκι και την αγόραζα από το περίπτερο, μπροστά στη στάση που περίμενα το λεωφορείο για τη λυτρωτική επιστροφή στο σπίτι από το ανιαρό εξάωρο του Γυμνασίου.

Οι σελίδες της, από την πρώτη ώς την τελευταία, αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης, σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρουσας και, όπως αποδείχτηκε, χρησιμότερης από πολλά μαθήματα του ωρολόγιου προγράμματος. Αποστηθίζοντας ακόμη και τις αγγελίες συναυλιών διαφόρων μυθικών καλλιτεχνών, σιγά σιγά αποκτούσα την πεποίθηση πως θα έπρεπε να ζω κάπου αλλού, ούτως ώστε να είμαι σε θέση να τις παρακολουθώ. Επίσης, σε κάποια από τις διαφημιστικές καταχωρίσεις ανακάλυψα και το δισκάδικο «Tandy's», στο οποίο μπορούσα να παραγγείλω δίσκους αρκετούς μήνες πριν κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα, ενώ συχνά επιχειρούσα την αδόκιμη μετάφραση ορισμένων άρθρων για συμμαθητές μου που δεν ήξεραν αγγλικά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνο το πρωτοσέλιδο για τον Alex Harvey, το οποίο στάθηκε αφορμή να μάθω τον Irving Berlin. Κάποιοι, βλέπετε, αρχίζουν ανάποδα.

Είμαι βέβαιος πως εκεί είχα πρωτοδεί το όνομα του Jon Savage, που ξανασυνάντησα μερικά χρόνια αργότερα στο περιοδικό Face.

Ασφαλώς και ενδιαφερόμουν για το πανκ και ο Savage (πραγματικό όνομα Jonathon Sage) ήταν από εκείνη την πάστα των γραφιάδων που δεν σνόμπαραν τα περιβόητα «τρία ακόρντα» που έπαιζαν οι εκπρόσωποί του, αλλά ενθουσιάζονταν από τη ζέση που τους διακατείχε όταν τα έπαιζαν. Εχοντας αντιληφθεί πολύ νωρίς τι κρυβόταν πίσω από την οργή και το φτύσιμο (κυριολεκτικά), εξύμνησε το ταλέντο και το πάθος των μουσικών σε μια χρονική στιγμή που ελάχιστοι διανοούμενοι είχαν αγκαλιάσει το νέο είδος, και το προώθησε όσο μπορούσε με το London's Outrage, ένα fanzine που ξεκίνησε να εκδίδει το 1976. Εναν χρόνο αργότερα πήγε στη Sounds, που εκείνη την εποχή συμπεριλαμβανόταν στις τρεις μεγάλες αγγλικές μουσικές εφημερίδες μαζί με τη New Musical Express και τη Melody Maker, στην οποία τελικά μεταπήδησε.

Η βαθιά γνώση του αντικειμένου του, η καλλιέργειά του και οι σπουδές του στο Κέμπριτζ τον κατέστησαν περιζήτητο και σε άλλα έντυπα, όπως λ.χ. στην αρχαιότερη κυριακάτικη εφημερίδα του κόσμου The Observer, αδερφάκι της καθημερινής The Guardian, όπου σχολίαζε με ενδελεχή τρόπο διάφορα φαινόμενα της ποπ κουλτούρας.

Οι δραστηριότητές του εξαπλώθηκαν και στον εικαστικό τομέα, όταν, το 1991, φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του single Feminine Is Beautiful, του σχεδόν άγνωστου τότε συγκροτήματος από την Ουαλία Manic Street Preachers.

Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε από τον περίοπτο εκδοτικό οίκο Faber and Faber το βιβλίο του England's Dreaming, ένα χρονικό της βρετανικής πανκ σκηνής, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα η πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση αυτού του όχι αποκλειστικά μουσικού είδους, και που χρησίμευσε ως βάση στην τηλεοπτική σειρά του BBC2 με τίτλο Punk and the Pistols. Μια ενημερωμένη έκδοση είδε το φως της δημοσιότητας το 2001, εμπλουτισμένη με καινούρια στοιχεία και έναν πρόλογο στον οποίο αναφέρεται η επανασύνδεση του θρυλικού συγκροτήματος των Sex Pistols αλλά και το σχετικό με αυτούς ντοκιμαντέρ The Filth and the Fury, που σκηνοθέτησε ο Julien Temple.

Ενα κατατοπιστικό CD-ντοκουμέντο που έφερε τον τίτλο του βιβλίου (England's Dreaming), τον υπότιτλο Before, During and After Punk και κυκλοφόρησε από τη γερμανική εταιρεία Trikont πριν από πέντε χρόνια, περιελάμβανε 25 τραγούδια επιλεγμένα από τον ίδιο τον Savage και αναμείγνυε βρετανικά με αμερικανικά, αυστραλέζικα και γαλλικά ονόματα. Από τους αρχέγονους πανκ Iggy & The Stooges, τη μεταγενέστερη συμπατριώτισσά τους Patti Smith, τους Ramones και τους Devo, περνούσε με άνεση στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στους Βρετανούς Buzzcocks, Siouxsie & The Banshees, Cabaret Voltaire, στους Γάλλους Metal Urbaine αλλά και πιο πέρα, στους επιδραστικούς Αυστραλούς Saints. Οπωσδήποτε δεν ήταν μια «τυπική» ή έστω «αντιπροσωπευτική» συλλογή του είδους, αλλά μια προσωπική επιλογή του συγγραφέα από το αστείρευτο χρυσωρυχείο του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970, που υπογράμμιζε γι' άλλη μια φορά πως το μήνυμα των νέων της εποχής εκφραζόταν συνοπτικά στο δόγμα: «Δεν υπάρχει χρόνος για θεωρία και στοχασμό. Παίξε δυνατά, γρήγορα, σκληρά».

Τα χρόνια που μεσολάβησαν ακολούθησαν πολλά άρθρα και συλλογές που επιμελήθηκε ο Jon Savage, καθώς και συμμετοχές του σε ντοκιμαντέρ, μέχρι να κάνει την εμφάνισή του το βιβλίο Teenage: The Creation of Youth Culture (Η δημιουργία της κουλτούρας της νεολαίας), στο οποίο καταπιάνεται με την ίδια λίγο-πολύ ηλικία, αλλά σε μια εποχή που κανείς σχεδόν δεν μιλούσε για εφήβους, ίσως γιατί δεν είχε ακόμη διαπιστωθεί η αγοραστική τους δύναμη.

Χρειάστηκαν περίπου 7 χρόνια έρευνας προκειμένου να συλλέξει το κατάλληλο υλικό που καταθέτει στο καινούριο του πόνημα και το οποίο προέρχεται από βιβλία, ταινίες, ραδιοφωνικά ρεπορτάζ, περιοδικά μόδας, δικαστικές αποφάσεις αλλά και αυτόπτες μάρτυρες. Ξεκινώντας από το 1875 και φτάνοντας μέχρι το 1945 καταγράφει την προϊστορία αυτών που θα ονομάζονταν «teenager», μια πιο ήπια και σαφώς πιο αισιόδοξη λέξη, που θα αντικαθιστούσε τη συναισθηματικά φορτισμένη με παρορμήσεις και σκαμπανεβάσματα «adolescent», παρόλο που στην πραγματικότητα πρόκειται για την ίδια ακριβώς έννοια.
Αν υπήρχε ο «ιδανικός έφηβος», σίγουρα ο πιο αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπός του δεν θα ήταν άλλος από τη Μαρία Κωνσταντίνοβα Μπασκιρτσέβα (1858-1884), που έγινε γνωστή ως Marie Bashkirtseff κυρίως χάρη στο ημερολόγιό της, το οποίο κρατούσε από την ηλικία των 13 χρόνων. Από μικρή ταξίδεψε πολύ με την πλούσια μητέρα της σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη και σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στη γαλλική Ακαδημία Julian, μία από τις λίγες σχολές της εποχής που δέχονταν γυναίκες. Ομορφη, πλούσια και καλλιεργημένη, έγραφε φεμινιστικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά μέχρι τον πρόωρο θάνατό της από φυματίωση, σε ηλικία 25 ετών.

Στον αντίποδά της βρίσκεται ο Jesse Harding Pomeroy (1859-1932), ένας στυγνός, δεκατετράχρονος δολοφόνος κατ' εξακολούθηση, φτωχός και κακάσχημος. Μπορεί ο ίδιος να μην έγραψε κανένα βιβλίο, η πολυτάραχη ζωή του όμως καταγράφτηκε στα χρονικά, ενώ αναφέρεται και στο μυθιστόρημα The Alienist του Caleb Carr (1994). Πρόκειται, ασφαλώς, για περίεργη σύμπτωση το γεγονός ότι η παρουσίαση του βιβλίου του Savage από τον ίδιο στο Βερολίνο έγινε μία μέρα μετά την ανακοίνωση της δολοφονίας δεκαπέντε ατόμων από έναν Γερμανό 17χρονο σε κατάσταση αμόκ, που τελικά αυτοκτόνησε.

Μια ηχητική συνοδεία στο κείμενο προσφέρει το CD που κυκλοφόρησε πάλι από την Trikont και τιτλοφορείται Teenage - The Creation of Youth 1911-1946, με 26 τραγούδια επιλεγμένα και τοποθετημένα σε χρονολογική σειρά από τον συγγραφέα.

Ποιο τραγούδι άραγε είναι εκείνο που εκφράζει καλύτερα το συναίσθημα ενός εφήβου που νιώθει ότι είναι ενήλικος αλλά αντιμετωπίζεται ακόμη σαν παιδί; Ισως η απάντηση βρίσκεται στο κομμάτι In Between που ερμηνεύει η Judy Garland, σε στίχους και μουσική του Roger Edens, και προέρχεται από την ταινία Love Finds Andy Hardy, την πρώτη από τις τρεις συνολικά της σειράς «Αντι Χάρντι» στις οποίες συμμετείχε. Βρισκόμαστε στο 1939, τη χρονιά που γυρίστηκε και ο περίφημος Μάγος του Οζ (λέγεται μάλιστα ότι το In Between ηχογραφήθηκε την ίδια μέρα με το Over the Rainbow), και η πολυτάλαντη καλλιτέχνιδα ονειρεύεται τη μέρα που θα γίνει 16 χρόνων και θα πάψει να βρίσκεται στο «ενδιάμεσο». Ο τρόπος που τραγουδάει ορισμένους από τους στίχους προμηνύει το περίφημο χάσμα γενεών, ιδιαίτερα όταν τονίζει πως είναι «πολύ μεγάλη για παιχνίδια και πολύ μικρή για αγόρια».
Οταν η Judy Garland και ο συμπρωταγωνιστής της στο προηγούμενο φιλμ Mickey Rooney βρέθηκαν στη Νέα Υόρκη για την πρεμιέρα του Μάγου του Οζ, προκάλεσαν πραγματικό πανδαιμόνιο. Περίπου 15.000 θαυμαστές τους πλημμύρισαν το τετράγωνο γύρω από το Capitol Theatre, και οι έκθαμβοι ρεπόρτερ της εποχής επεσήμαιναν πως πάνω από 60% του πλήθους ήταν «ανήλικοι». Πρόκειται για την απαρχή ενός φαινομένου που θα επαναλαμβανόταν πέντε χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια των εμφανίσεων του Frank Sinatra στο θέατρο «Paramount» της Νέας Υόρκης με διπλάσιο αριθμό νεαρών θαυμαστών, επιβεβαιώνοντας στους ανθρώπους του μάρκετινγκ την ύπαρξη μιας καινούριας ηλικιακά πελατείας.

Το 1944, εξάλλου, εμφανίστηκε και το ιδιαίτερα πετυχημένο περιοδικό Seventeen που απευθυνόταν στα νεαρά κορίτσια μιλώντας τη γλώσσα τους και ταυτόχρονα, ομαδοποιώντας τους «τινέιτζερ», πρότεινε μια αμερικανική λύση στο πρόβλημα του πώς θα έπρεπε η κοινωνία να αντιμετωπίσει τη νεολαία της.

Η διάκριση του διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης δεν υπήρχε ανέκαθεν. Η νεολαία ανέπτυξε δική της άποψη και αισθητική μετά τον Ρομαντισμό, τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση, ενώ δεν άργησε να συνδεθεί με την παραβατικότητα, κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αι., μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο όρος «juvenile delinquent» (ανήλικος εγκληματίας) εμφανίστηκε ήδη το 1810 (στην ταινία του 1956 με τίτλο Rock, Rock, Rock, κι ενώ στο μεταξύ ο όρος είχε γίνει πασίγνωστος, θα ακουγόταν και το τραγούδι «Ι'm Not a Juvenile Delinquent» των Frankie Lymon & the Teenagers). Χρειάστηκε να περάσει ένας σχεδόν αιώνας για να δημοσιευτεί μια σοβαρή μελέτη με θέμα την εφηβεία (Ad olescence, 1904), από τον Αμερικανό G. Stanley Hall, που προετοίμασε το έδαφος για τις θεωρίες που θα επικρατούσαν στον 20ό αιώνα. Η άποψή του γι' αυτή τη μεταβατική περίοδο, που διαρκεί από τα 13 ώς τα 25 και που είναι γεμάτη από εντάσεις και μεταπτώσεις, αποτέλεσε τη βάση αυτού που ο κοινωνιολόγος Talcott Parsons θα ονόμαζε «youth culture» (κουλτούρα της νεολαίας), το 1942.

Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από το ξεκίνημα της έρευνας του Hall μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχε μια διαρκής και κλιμακούμενη διαλεκτική ανάμεσα στις προσπάθειες των διαφόρων καθεστώτων να ελέγξουν και / ή να στρατολογήσουν τους νέους, από τη μια, και τις προσπάθειες των ίδιων των νέων να δημιουργήσουν τη δική τους κουλτούρα, που θα περιείχε τον βαθμό της αυτονομίας τους, από την άλλη.

Η διαδικασία αυτή βάδισε χέρι χέρι με τη ραγδαία αύξηση των ΜΜΕ -αρχικά των περιοδικών και εφημερίδων και σταδιακά του ραδιοφώνου και των πρώτων πικάπ- και με την τροπή του δυτικού πολιτισμού προς έναν δημοκρατικό υλισμό που αναπτυσσόταν στις ΗΠΑ. Αλλού τους έστελναν να πεθάνουν ομαδικά, όπως συνέβη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ή τους ενέτασσαν σε παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως ήταν η Χιτλερική Νεολαία.

Οι μουσικές επιλογές έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην έκφραση της αντίδρασης της νεολαίας προς τον κατεστημένο καθωσπρεπισμό. Η σύνθεση Alexander's Ragtime Band (1911) του Irving Berlin θεωρήθηκε πως εξέθετε επικίνδυνα τους λευκούς νέους στην κουλτούρα των μαύρων. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ μουσικής, φυλής («race music» αποκαλούσαν τη μουσική των μαύρων πολύ πριν φτάσουμε στον σημερινό, φυλετικά ουδέτερο και άρα πολιτικά ορθό, όρο «urban music») και σεξουαλικότητας επιβεβαιώθηκε με τους λεγόμενους «animal dances» που ακολούθησαν, χορούς που είχαν ονόματα ζώων: Turkey Trot, Bunny Hug, Grizzly Bear, Monkey Glide, Kangaroo Dip. Αργότερα, το 1943, μια εμφάνιση του Harry James με την ορχήστρα του στη Νέα Υόρκη θα παρομοιαστεί με διονυσιακό όργιο αφού οι θεατές -αν και καρφωμένοι στις θέσεις τους- «έκαναν σπασμωδικές κινήσεις κατά προτροπή του μαέστρου, ενώ φεύγοντας προκάλεσαν σάλο χορεύοντας πάνω στους στρωμένους με χαλιά διαδρόμους και αφήνοντας ίχνη κραγιόν στο τζάμι που προστάτευε τη φωτογραφία του καλλιτέχνη».

Προς αγανάκτηση των φυλάκων της ηθικής, η «hot jazz» μουσική των «νέγρων» γινόταν ολοένα και πιο δημοφιλής στους κύκλους των λευκών φοιτητών, ενώ από τα κολέγια ξεπήδησαν και πολλοί λευκοί μουσικοί, εκπρόσωποι του είδους, όπως ο κορνετίστας Bix Beiderbecke και ο τρομπονίστας και μαέστρος Ted Weems. Η δημοτικότητα της μουσικής τζαζ συνετέλεσε πολύ στην «Αναγέννηση του Χάρλεμ» και στη δεκαετία του '20 τέθηκαν οι βάσεις για τη χειραφέτηση των Αφροαμερικανών και των γυναικών, που επεκτάθηκαν γρήγορα και σε άλλες μειονότητες, όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι νέοι. Οι τελευταίοι συνειδητοποίησαν πως δεν αποτελούσαν απλώς μέρος της αγοράς, αλλά μια ξεχωριστή τάξη που μπορούσε να απαιτήσει περισσότερα από την κοινωνία.

Οι ηλικίες των δεκαέξι και των δεκαεπτά χαρακτηρίζονται κλειδιά στην εικονογραφία της νεολαίας και της κουλτούρας της, καθώς αποτελούν ορόσημο για την εκδήλωση της σεξουαλικής ωριμότητας και την τάση για ανεξαρτητοποίηση από τους γονείς και κάθε μορφή εξουσίας. Ενα από τα πρώτα δείγματα αναφοράς στα 16 είναι το Sweet Sixteen του Walter Davis, ενώ στην πορεία του 20ού αιώνα θα ακολουθούσαν τα γνωστότερα Sweet Little Sixteen του Chuck Berry και Only Sixteen του Sam Cooke. Η ηλικία των 17 γίνεται αντικείμενο εξερεύνησης, μεταξύ άλλων, στα μυθιστορήματα των Booth Tarkington (Seventeen, 1916) και Graham Greene (Brighton Rock, 1938).

Το ναρκωτικό της μόδας στις αρχές της δεκαετίας του '30 ήταν η μαριχουάνα και φυσικά δεν ήταν λίγα τα τραγούδια που την εξύμνησαν χρησιμοποιώντας γι' αυτήν λέξεις όπως muggles, gage, tea, Mary Warner, Mary Jane, reefer. Αμέσως μετά τη σύλληψη του Louis Armstrong για κατοχή μαριχουάνας, το 1931 ηχογραφήθηκε το Reefer Man από τους Baron Lee & The Blue Rhythm Band κι έναν χρόνο αργότερα από τον Cab Calloway και την ορχήστρα του.

Το 1943 κι ενώ ο πόλεμος δεν λέει να τελειώσει, η σύνθεση G.Ι. Jive του Johnny Mercer, αναφερόμενη σε στρατιωτική ορολογία και βασισμένη πολύ στις ομοιοκαταληξίες της αργκό διαλέκτου της εποχής, γίνεται επιτυχία από τον Louis Jordan, τον πρώτο μαύρο σόλο καλλιτέχνη που ανέβαινε στο νούμερο ένα του καταλόγου επιτυχιών (είχε προηγηθεί το φωνητικό συγκρότημα των Mills Brothers). Παρόλο που στο ραδιόφωνο επικρατούσε ακόμη ο φυλετικός διαχωρισμός, οι αλλαγές συνέβαιναν, η χειραφέτηση και τα δικαιώματα όλων των ελεύθερων ανθρώπων -δημοκρατική ρητορική που ακουγόταν συχνά από τότε που οι ΗΠΑ εισήλθαν στον πόλεμο- δεν ήταν τόσο μακριά.

Το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και η αποκαλυπτική αίσθηση που προκάλεσε η ατομική βόμβα σηματοδότησαν την απαρχή μιας καινούριας παγκόσμιας αντίληψης και ψυχολογίας. Αντιμέτωποι με την προοπτική της απόλυτης καταστροφής πολλοί άνθρωποι εστίασαν αποκλειστικά και μόνο στο παρόν. Η καινούρια εποχή είχε ανατείλει και το μήνυμά της ήταν «Ζούμε τώρα, διασκεδάζοντας, καταναλώνοντας». Ο παλιός κόσμος ήταν νεκρός και ο καινούριος ήταν teenager.

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=168885