Tuesday, April 27, 2010

Η κουλτούρα του φθόνου που βαφτίστηκε «εξέγερση»

Δεκαπέντε έως είκοσι χρονών λένε πως ήταν τον Δεκέμβριο του 2008 αυτά τα ξεσηκωμένα παλικάρια κι οι μορφονιές… Σε απλά μαθηματικά σημαίνει πως γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’80, αρχές ’90. Να ’ναι τάχα τυχαίο το γεγονός;
Ανάσαναν την υπέροχη αύρα του αττικού - και της λοιπής επικράτειας - ουρανού, σε πολυτελή αυθαίρετα, δίχως πεζοδρόμια ή παιδότοπους. Έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην κοινωνία της νεόπλουτης ευμάρειας με την καθημερινή θαλπωρή του βίντεο και του PlayStation σε ρόλο μπεϊμπισίτερ, την ώρα που πλείστοι άξεστοι γονείς, απαλλαγμένοι από το άγχος του αυτόφορου της μοιχείας, «διασκέδαζαν» στα μπουζουκομάγαζα, αφού είχαν παρκάρει παρανόμως το εξίσου παρανόμως αποκτηθέν (με χρήματα που προορίζονταν για επενδύσεις) τζιπάκι τους…
Ήταν η εποχή που το χαρτζιλίκι τέθηκε επισήμως στην υπηρεσία εξαγοράς συναισθηματικών ελλείψεων.
Τα Lifestyle περιοδικά υποδείκνυαν πώς θα έπρεπε να ζούνε οι απαίδευτοι Νεοέλληνες, αδιαφορώντας για τον καθημερινό βιασμό των στοιχειωδών κανονισμών του Κ.Ο.Κ., προτείνοντας πολυτελή οχήματα και σκάφη σε μυαλά που παρέμεναν σκονισμένα από το πέρασμα του αραμπά. Η ιδιωτική ραδιοτηλεόραση - που παρεξηγημένα είχε ονομαστεί «ελεύθερη» - προωθούσε και καθόριζε ως πρότυπο την πιο παρδαλή σουρλουλού και τον κάθε αλλοπαρμένο, ενώ παράλληλα τα εθνικά θέματα διογκώνονταν και χρησίμευαν ως βούτυρο στο ψωμί του ευδαιμονικά αποκοιμισμένου πόπολου, για να του προσδώσουν την ξεμαλλιασμένη, πλην όμως απαραίτητη ως αξεσουάρ, κατάξανθης απόχρωσης φενάκη πολιτικοποίησης.
Με την παρανομία τους να ανεμίζει ως «παντιέρα ρόσα», τα ξεπουλημένα (και προπαντός παράνομα) ΜΜΕ καλλιέργησαν σταδιακά το πιο κενόδοξο μοντέλο πολίτη σύγχρονου κράτους, καλλιεργώντας τον φθόνο του, ενώ προώθησαν και σχεδόν θεσμοθέτησαν το δικαίωμά του στην απάτη. Ο εθνικισμός, εμπλουτισμένος με κάθε λογής ψέματα και παραμορφώσεις αποτέλεσε το απαραίτητο υπόβαθρο για την υπεροψία που είχε αρχίσει να καλλιεργείται… σοσιαλιστικά και βρήκε γόνιμο έδαφος για να εξελιχθεί αθόρυβα σε ιδιότυπο εθνικοσοσιαλισμό.
Τα τηλεπαράθυρα γέμισαν από φαιδρά κινούμενες, αλληλοεξυπηρετούμενες κουφιοκεφαλές. Ανόητος αντιαμερικανισμός στα λόγια και παράλληλα αμερικανικότερος των (χειρότερων) αμερικάνικων τρόπος ζωής. Αντιευρωπαϊσμός με χρήματα που προέρχονταν από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Μιας Ευρώπης, στην οποία φυσικά η Ελλάς δεν ένοιωσε ποτέ πως ανήκει (ακόμη ακούς το κομπλεξικό «θα πάμε στην Ευρώπη»), που φθονήθηκε και υποβαθμίστηκε σε «χαζή νταντά» που τα πανέξυπνα ελληνόπουλα κορόιδευαν προκειμένου να τρώνε πιο πολλά γλυκά δίχως να γίνονται αντιληπτά.
Και ενώ τα πολιτιστικά και πολιτικά πρότυπα προσανατολίζονταν προς τα κέντρα διασκέδασης της Μέσης Ανατολής και τον κάθε λογής οπισθοδρομικό Αγιατολάχ, ο Έλλην αυτοχρισμένος «προοδευτικός» δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιδέα. Η άγνοια και η έλλειψη μέτρου (σύγκρισης) τον έκαναν εύκολα να πιστέψει πως είναι κάτι ξεχωριστό. Πράγματι, αφού αυτό το βαλκανικό υβρίδιο καθιερώθηκε, ο καθένας, με το που αποτύγχανε το πολυαναμενόμενο ρουσφέτι του, ένιωθε κάτι μεταξύ Ρομπέν των Δασών και Νεντ Κέλλυ. Ακόμη και ο αθλητισμός προωθήθηκε με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποίησαν οι χώρες του «παραπετάσματος» προκειμένου να χτίσουν την «ανωτερότητά» τους - εκείνες του πολιτεύματός τους, η Ελλάς του… DNA της!
Οι θεσμοί απαξιώθηκαν σταδιακά. Υψηλά ιστάμενοι πολιτικάντηδες υποστήριξαν δικτατορίες παντός τύπου και αποχρώσεως, είτε γιατί και οι ίδιοι έκρυβαν μέσα τους έναν δικτάτορα, είτε γιατί αυτό απαιτούσαν τα ένστικτα των ψηφοφόρων τους. Ήταν άραγε τόσο πειναλέοι οι διάφοροι αρμόδιοι ώστε να θέλουν εσαεί το φακελάκι ή έπεσαν θύματα μιας αρρωστημένης νοοτροπίας, την οποία υποτίμησαν ή απέκρυψαν εσκεμμένα, για χάρη της δημοτικότητάς τους; Το πόσο γραφικά ανερμάτιστοι υπήρξαν οι εθνοπατέρες από την πτώση της χούντας και ένθεν ή το πόσο έξυπνα αφιόνισαν τον ήδη ναρκωμένο λαό τους, είναι ερμηνεία που επαφίεται στους ειδήμονες και γνώστες της τακτικής τους. Ο λαϊκισμός, ωστόσο, επεκράτησε ως μοναδική τακτική, αφού μέχρι σήμερα κανένας πολιτικός δεν διαπίστωσε πως σ’ αυτόν τον τόπο έγινε απλά μεταπολίτευση. Ποτέ εκδημοκρατισμός.
Την ίδια εποχή η βία νομιμοποιήθηκε πανταχόθεν. Οι συνταγματικοί νόμοι αχρηστεύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από έναν: τον νόμο της ζούγκλας. Οι δρόμοι έπαψαν να θυμίζουν οργανωμένη κοινωνία, η συμπεριφορά των κατοίκων απείχε πολύ από το να θεωρείται κόσμια.
Κανείς δεν κατάλαβε πως τα σχολεία είναι προς κατεδάφιση, πως ένα υπουργείο με το όνομα «Παιδείας» και «Θρησκευμάτων» (και τα δύο εντός εισαγωγικών γιατί ούτε παιδεία προσφέρει, ούτε ασχολείται με «άλλα» θρησκεύματα) αποτελούσε (και εξακολουθεί) οικτρή παραφωνία στο κατώφλι του 21ου αι. εντός της Ε.Ε. Ούτε βέβαια κανείς αντιλήφθηκε τον εκβιαστικό εκχριστιανισμό των οικονομικών μεταναστών, που για να βρουν δουλειά έπρεπε να ακούνε σε ελληνικά ονόματα, κατά προτίμηση ορθόδοξα. Μια διακριτική γενοκτονία διά του βαπτίσματος.
Για άλλη μια φορά οι διανοούμενοι σιώπησαν και, όσοι δεν χάιδεψαν αρκετά το πόπολο, περιθωριοποιήθηκαν ως γραφικοί, ενίοτε και αντιδραστικοί, με τη μόνιμη, παραδοσιακή ρετσινιά του «ανθελληνισμού», τη στιγμή που το εγκληματικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο σκόπιμα παραμένει στη ζόφο και την αχλύ της ημι-νομιμότητας/ημι-παρανομίας του αέναου ελληνικού ημί-μετρου.
Κανένας ποτέ δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του το απροκάλυπτα ανερχόμενο ποσοστό του φθόνου.
Η αλήθεια είναι πως η κοινωνική παρακμή εισήλθε με χαρακτηριστική ευκολία και άνεση στις οικογενειακές εστίες, νομιμοποιώντας την προσφώνηση «ρε, μα…άκα» από το πατέρα στον γιο και τανάπαλιν. Μα, ασφαλώς, δεν ήταν μόνο οι γονείς – παραδείγματα προς αποφυγήν. Ο πολιτισμός ξέφτισε, ό,τι σημαντικό υπήρχε χλευάστηκε και παραγκωνίστηκε. Στη θέση του υψώθηκαν κατασκευασμένα λάβαρα που συνέβαλαν στη σκηνοθεσία ανόητων, ανιστόρητων και διχαστικών λόγων από τους άμβωνες, οπισθοδρομικών φωνών που επέμεναν λυσσασμένα στην αναγραφή του θρησκεύματος και νοσταλγούσαν την… Κόκκινη Μηλιά. Το σαλόνι της ατιμώρητης παραβατικότητας μεγάλωνε ευθέως ανάλογα με τον φθόνο των απέξω, που ήθελαν πάση θυσία να παρανομήσουν. Κανείς δεν ζητούσε τιμωρία. Δικαίωμα στην παρανομία ζητούσε.
Τα αποτελέσματα αυτής της νοοτροπίας που παγιώθηκε, φάνηκαν τον Δεκέμβριο του 2008. Ωστόσο, δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου. Σήμερα το μεγαλύτερο έλλειμμα δεν είναι παρά το δημοκρατικό. Το ερώτημα έξω από την ευρωζώνη ή μέσα, δεν είναι τόσο οικονομικό όσο νοοτροπίας, αφού αυτή είναι υπεύθυνη για την οικονομική καταστροφή. Αν η ελληνική κοινωνία δεν εκδημοκρατιστεί (άλλο η μεταπολίτευση κι άλλο η δημοκρατία, επιμένω) έπονται χιονοστιβάδες. Και όσο υπάρχουν κοινοβουλευτικά κόμματα που καλούν απροκάλυπτα τον λαό στην παρανομία, ασφαλώς όλα τα «μέτρα» θα παραμένουν στάχτη στα μάτια. Ώσπου να γίνουν όλα στάχτη και μπούρμπερη. Ή, καλύτερα, στάχτη και Burberry.

Thursday, April 15, 2010

Blixa Bargeld - “serialbathroomdummyrun”


ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ BLIXA BARGELD
“serialbathroomdummyrun”,

γκαλερί Kubinski
Leibnizstrasse 59
10629 Berlin
μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου

Δεν είναι μόνο το χρώμα των ρούχων που έχει διαλέξει να φοράει. O κιθαρίστας των Bad Seeds και η ψυχή των Einstürzende Neubauten, Blixa Bargeld (κατά κόσμον Christian Emmerich), έχει υιοθετήσει ως ψευδώνυμο τη γερμανική μετάφραση του επιθέτου του «ανθρώπου με τα μαύρα». Ναι, για όσους δεν το ξέρουν, «Bargeld» στα γερμανικά σημαίνει Cash. «Μετρητά» αν προτιμάτε! Ανταποκρίνεται πράγματι η ζωή του στη χλιδή, ένα από τα πολλά κλισέ που συνάπτει ο κόσμος στους ροκ σταρ;

Ο Blixa περνάει περίπου διακόσιες μέρες το χρόνο σε δωμάτια ξενοδοχείων, που υπόσχονται «σπιτική άνεση» και «προσωπική εξυπηρέτηση», μα που καταλήγουν να μοιάζουν με τα προηγούμενα και να χάνονται έτσι μέσα στην ανωνυμία. «Ίσως αυτό να είναι το μυστικό ενός καλού ξενοδοχείου», λεει ο Blixa, «να είναι απρόσωπο». Και έτσι όπως οι αλυσίδες των ξενοδοχείων αυξάνονται και πληθύνονται και τείνουν να κατακυριεύσουν τη γη, με αποτέλεσμα ο επισκέπτης να μην αισθάνεται πουθενά «σαν στο σπίτι του», γίνεται κατανοητό γιατί κάποιοι «εκκεντρικοί» ταξιδιώτες αποφάσισαν να διακοσμήσουν τα σπίτια τους σαν ξενοδοχεία (ο Lemmy των Motorhead έχει κάνει το διαμέρισμά του αντίγραφο των Holiday Inn) ή γιατί ο ιδιόρρυθμος Howard Hughes είχε διακοσμήσει πανομοιότυπα όλα (και είχε κάμποσα) τα σπίτια του.

Τα τελευταία δέκα χρόνια ο Blixa φωτογραφίζει τα λουτρά των δωματίων που μένει, με φωτογραφικές μηχανές μιας χρήσεως. Το αποτέλεσμα κορνιζάρεται σε σειρές από μία (σπάνια) μέχρι και οκτώ (εξίσου σπάνια, συνήθως είναι τέσσερις με έξι) φωτογραφίες που τοποθετούνται στον τοίχο κάποιας γκαλερί, όπως αυτή του (επίσης μουσικού) Achim Kubinski στην συγκεκριμένη περίπτωση. Όταν μεσολαβούν πάνω από πέντε μέρες «απουσίας» από κάποιο ξενοδοχείο, η θέση του κάδρου στον τοίχο παραμένει κενή. Δημιουργείται έτσι ένα είδος «ρυθμού», μιας «οπτικής φούγκας». Ανάμεσα στο πρώτο λουτρό, που ανήκει σε κάποιο ξενοδοχείο του Μονάχου (13 Νοεμβρίου 1992) μέχρι και το τελευταίο στο Σαν Φρανσίσκο (17 Σεπτεμβρίου 1998), μεσολαβούν επισκέψεις σε όλες τις ηπείρους, και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει και η Ελλάδα, που εκπροσωπείται με το Φιλίππειο της Θεσσαλονίκης (14 Οκτωβρίου 1997) και το Hotel Chandris των Αθηνών (15 Ιουλίου 1998).

Πέρα από την απομυθοποίηση της ζωής ενός ροκ μουσικού, η κατάδειξη της μονοτονίας επιτυγχάνεται με την «απαθανάτιση» του κυρίαρχου, αντισηπτικά λευκού χρώματος της πορσελάνης στις μπανιέρες, τους νιπτήρες και ξέρετε πού αλλού! Σε μερικές από τις φωτογραφίες ο Blixa εμφανίζεται «α λα Χίτσκοκ», άλλοτε κρυμμένος πίσω από το φλας, άλλοτε από τη μέση και κάτω (με ρούχα ή χωρίς), άλλοτε μόνο ως υποψία (με κάποιο μέλος του σώματός του). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που μαθαίνουμε για τον ίδιο, είναι το γεγονός ότι ταξιδεύει με το ίδιο μαύρο νεσεσέρ εδώ και δέκα χρόνια τουλάχιστον, ότι ξυρίζεται με αφρό, ότι για κάποια χρονική περίοδο φορούσε την κολόνια (ή after shave, δεν κατάφερα να διακρίνω) Fahrenheit.

Το concept της έκθεσης έχει τις ρίζες του σε κάποιους καλλιτέχνες της «ποπ αρτ» της δεκαετίας του ’60, όπως ο Michael Snow («Πέντε Τελάρα Με Κορίτσι», 1964) ή ο Σουνάο Ουράτα («Ακρυλικά Φιλιά», 1965) ή κάποιους που έβγαζαν μια φωτογραφία κάθε μέρα και την αριθμούσαν, δίνοντας μεγαλύτερη αξία στην επανάληψη της πράξης, παρά στο αποτέλεσμα. Αυτό που ο Bargeld αποκαλεί «κανόνες του παιχνιδιού», ο ιδιαίτερα φιλικός (και ελληνομαθής) ιδιοκτήτης της γκαλερί Achim Kubinski το ονομάζει «βάση conceptual εργασίας», και προσθέτει πως ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη σχέση μουσικής και εικαστικών. Καθώς μου διηγείται πως έχει δουλέψει στη Νέα Υόρκη σε μια εταιρεία που κυκλοφορούσε συνεργασίες ζωγράφων με μουσικούς όπως ο David Byrne και ο Arto Lindsay, βγάζει και μου δίνει ένα CD όπου ο ίδιος παίζει τη μουσική που έχει συνθέσει, ενώ ο πρόσφατα (και πρόωρα) χαμένος ζωγράφος Martin Kippenberger απαγγέλλει ένα ποίημα του Joseph Beys (“Ja, Ja, Ja, Nee, Nee, Nee“), σε ντανταϊστικό ύφος. Φεύγοντας, μου ανακοινώνει περήφανα πως το επόμενο project του θα βασίζεται στο έργο του Eric Satie και θα πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με τον Blixa.



Σεπτέμβριος 1999

Tuesday, April 13, 2010

Πέθανε στα 65 του ο Werner Schroeter

"...Τον βλέπω συχνά εδώ και μερικούς μήνες στο Café Savigny, όταν κατεβαίνω από το σπίτι μου για να πιω καφέ μόνος ή με φίλους. Όποτε δεν είναι μόνος του συνεννοείται χαμηλόφωνα με τον εκάστοτε συνομιλητή του. Σχεδόν εύθραυστος. Θεωρείται μορφή – κλειδί στην πορεία του σύγχρονου γερμανικού κινηματογράφου, από τη δεκαετία του ’70 και μετά, χάρη στην ικανότητά του να συνδυάζει το πάθος της όπερας με τον βερισμό των οτέρ. Στην ταινία του Malina, σε σενάριο της Elfriede Jelinek βασισμένο στη νουβέλα της Ingeborg Bachmann, και πρωταγωνιστές τον Mathieu Carrière (στον ομώνυμο ρόλο) και την Isabelle Hupper, το ΕΔΩ ΒΕΡΟΛΙΝΟ είχε αναφερθεί το 1991. To 2008 στη Μπιενάλε της Βενετίας του απονεμήθηκε η Χρυσή Λεοπάρδαλη για την προσφορά του στην έβδομη Τέχνη, φέτος η λέσχη Arsenal στο υπόγειο του κιν/φικού μουσείου της Potsdamer Platz έκανε ένα μικρό αφιέρωμα στο έργο του παρουσιάζοντας 13 ταινίες, ενώ η τελευταία του δουλειά με τον διεθνή τίτλο Nuit de chien προβάλλεται στους κινηματογράφους. Πρόκειται, φυσικά, για τον Werner Schroeter (Βέρνερ Σρέτερ) που πρόσφατα σκηνοθέτησε στη σκηνή Αγορά (μπροστά στη Volksbühne) την ιδιόμορφη συρραφή της Αντιγόνης με την Ηλέκτρα..."

Ένα μικρό κείμενο για τον Werner Schroeter (7.4.1945 - 12.4.2010) που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 146 του περιοδικού "ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ"